Υπάρχει ένα θέμα που αγγίζει ευαίσθητες χορδές στον κόσμο του αθλητισμού-πρωταθλητισμού, είτε μιλάμε για αθλητές, είτε για το support system τους. Κι αυτό είναι το πώς ζει κάποιος που ασχολείται τόσο ενεργά με τον αθλητισμό. Μπορεί να μιλάμε συχνά για τον βαθμό πειθαρχίας ή το ποσοστό συνέπειας που απαιτείται, όμως στην πράξη πόσο αλήθεια καταλαβαίνουμε το ότι είναι ένας χώρος πολύ δύσκολος, πολύ απαιτητικός, με συνεχείς στερήσεις και αδιανόητη πίεση;

Όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία, τότε που οι περισσότεροι γονείς θεωρούν «σωστό» να εντάξουν το παιδί τους σε ένα άθλημα για να μάθει τι σημαίνει ομάδα και να κατανοήσει πώς λειτουργούν οι κανόνες, μαθαίνοντας να έχει στόχους, πειθαρχία και –γιατί όχι– να κάνει φίλους, συνήθως για τα πιο ντροπαλά παιδάκια. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι γονείς που βγάζουν τα δικά τους απωθημένα πάνω στα παιδιά τους. Ωθούν τα παιδιά τους στο άθλημα που αρέσει σε αυτούς και όχι στα παιδιά, ενώ επιμένουν στην υπεροχή και την απόλυτη επιτυχία, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να συνεχίζουν σε έναν δρόμο που δεν τους ταιριάζει λόγω της πίεσης που τους ασκείται.

Είναι αυτοί οι γονείς που θα τους δεις εκεί, σε κάθε μα κάθε αγώνα αλλά και προπόνηση, με το χρονόμετρο στο χέρι και την κακή κριτική στο στόμα. Είναι εκείνοι που θα πουν στο παιδί τους ότι πρέπει να χάσει βάρος για να αντιπροσωπεύει τον σωστό κυνηγό ταλέντων. Είναι εκείνοι οι γονείς που δε θα δεχτούν την αποτυχία του παιδιού τους, δε θα δεχτούν την ήττα του. Εκείνοι που σε κάθε επιτυχία θα ξεκινήσουν απλά να ψάχνουν την επόμενη.

Καλώς ή κακώς, σε ένα άθλημα υπάρχει αυτός που χάνει κι αυτός που κερδίζει– δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο. Πίσω όμως από μία νίκη ή μία ήττα, αντίστοιχα, υπάρχει μια ολόκληρη προσπάθεια: ένας χρόνος που θυσίασε ένα παιδί, τα φλερτ που δεν είχε, το διάβασμα που πήγε πίσω κι άλλα πολλά. Για μερικούς γονείς, όμως, όλα αυτά έρχονται δεύτερα– και καμιά φορά τελευταία. Μάλιστα, πολύ συχνά, απογοητεύονται ή χαίρονται πολύ περισσότερο και από τον ίδιο τον αθλητή.

Οι συζητήσεις με τους προπονητές των παιδιών τους γίνονται πιο έντονες και επίμονες, μιλώντας για τα παιδιά τους σαν να είναι μαριονέτες. Για αυτή τη μερίδα γονέων, δεν υφίσταται απλώς ο αθλητισμός που γιατρεύει την ψυχή του παιδιού, ούτε δέχονται ότι μπορεί να είναι ένα χόμπι για να ξεφεύγει από την καθημερινότητα, να ξεσπάει και να είναι ευτυχισμένο που κάνει κάτι που του αρέσει. Όπως επίσης, δεν υφίσταται και το ενδεχόμενο να μπορεί το παιδί, αν θέλει, να σταματήσει το άθλημα που κάνει.

Προσωπικά, ήμουν παιδί του αθλητισμού από μη αθλητική οικογένεια και πήγαινα κολύμβηση 13 χρόνια. Μπορεί, λόγω συγκυριών, να μην είχα μεγάλες διακρίσεις και τρομερές επιτυχίες, αλλά μου έτρωγε πολλές ώρες από την καθημερινότητα και μου «στέρησε» πολλά πράγματα που έκαναν παιδιά της ηλικίας μου. Είχα πολύ περισσότερους τραυματισμούς από τους συνήθεις, αρκετές αναποδιές, αλλά ήταν καθαρά δική μου επιλογή να συνεχίζω ξανά και ξανά με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγάπη.

Θυμάμαι τους γονείς μου, πολλές φορές, να μου λένε να πάρω τον χρόνο μου, να ρίξω τους ρυθμούς μου ή ακόμη και να σταματήσω, αν θέλω. Ήταν πάντα, μα πάντα, εκεί αθόρυβα –κι ένα βήμα πίσω μου– να με στηρίζουν και να δέχονται με αγάπη τις αποφάσεις μου. Όταν έβλεπα, λοιπόν κι έχοντας αυτό το παράδειγμα στο σπίτι μου, άλλους γονείς να αντιδρούν εγωιστικά και τόσο επηρμένα, ντρεπόμουν εγώ για αυτούς και στεναχωριόμουν για τους συναθλητές μου. Κάποιοι, μάλιστα, ανά τα χρόνια, μου έλεγαν πόσο τυχερή είμαι που οι γονείς μου είναι απλά εκεί. Κι όντως ήμουν, αν κι αυτό θα έπρεπε να είναι το δεδομένο.

Ο αθλητισμός είναι μία από τις καλύτερες αποφάσεις που πήραν οι γονείς μου για εμένα, και νιώθω τόσο τυχερή που μεγάλωσα και ωρίμασα μέσα σε αυτόν. Έμαθα να κερδίζω αλλά και να χάνω, να προσπαθώ βγάζοντας το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου και να με αγκαλιάζω σε κάθε μου ήττα. Η ομαδικότητα, βέβαια, δεν ήταν το ατού μου – ίσως γιατί η κολύμβηση είναι ατομικό άθλημα κατά κύριο λόγο. Η πειθαρχία, ο σεβασμός, η επιμέλεια, όμως, είναι στοιχεία που ακόμη υπάρχουν στον χαρακτήρα μου και δημιουργήθηκαν τότε, στα παιδικά μου χρόνια. Είχα όμως κι ένα περιβάλλον που με άφησε να τα ανακαλύψω όλα αυτά για εμένα.

Ας αφήσουμε τα παιδιά μας να ανθίζουν μέσα από αυτό που τους γεμίζει. Ας τους δώσουμε εμείς την ευκαιρία– κι αν τους αρέσει, να είμαστε εκεί να τους στηρίζουμε αθόρυβα και με αγάπη.

Συντάκτης: Παναγιώτα Γκογκομήτρου