Είχες φτιάξει στο μυαλό σου μια τόσο τέλεια εικόνα για αυτόν τον άνθρωπο. Κάθε σας κουβέντα σε έκανε να νιώθεις μπούφος. Τον θαύμαζες για την εξυπνάδα του, τον τρόπο που χρησιμοποιούσε τις λέξεις, τον τρόπο που σου μίλαγε και μπορούσε να σε παρασύρει στα δικά του «θέλω», κάνοντάς σε να πειστείς ότι αυτό είναι το σωστό. Σε είχε κάνει να νιώσεις πως είναι θεός. Όχι απλώς άνθρωπος. Θεός.

Τον κοιτούσες από μακριά, παρατηρούσες κάθε του κίνηση, κάθε του βλέμμα, κάθε του χαμόγελο, αισθανόσουν πως είναι το τέλειο, το ιδανικό. Τον είχες στολίσει με όνειρα, έλιωνες με ένα του άγγιγμα. Και έτσι, χωρίς να το καταλάβεις, νόμιζες πως τον είχες ερωτευτεί. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που είχες ερωτευτεί δεν ήταν αυτός, αλλά αυτό που είχες φανταστεί ότι ήταν.

Τον ήθελες με τόση μανία, με τόσο πείσμα, που δε σε ένοιαζε όταν σε πλήγωνε, όταν σε μείωνε, όταν σε έκανε να νιώθεις κενός. Ήταν πάντα οκ αν ζήλευε, γιατί σε έκανε να πιστεύεις ότι έτσι δείχνει πόσο σε θέλει. Όταν όμως ζήλευες εσύ, ήσουν παράλογος, ακόμα κι αν εκείνος ήταν ο μόνος που, τελικά, σου έδινε δικαίωμα.

Ήσουν πρόθυμος να τον περιμένεις, μέχρι να νιώσει αυτή την ετοιμότητα για να είστε μαζί, γιατί πίστευες ότι όταν τελικά συμβεί η ένωσή σας και συναισθηματικά αλλά και σωματικά, όλα θα αποκτούσαν νόημα. Η αναμονή θα δικαιωνόταν. Η καρδιά σου θα ηρεμούσε και η ζωή σου θα έβρισκε επιτέλους ισορροπία.

Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα που επιτέλους τον είχες αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν εκεί. Δεν ήταν πια ένα άπιαστο όνειρο. Ήταν δίπλα σου. Μπορούσες επιτέλους να δεις πώς είναι να είσαι με έναν άνθρωπο που τόσο πολύ νόμιζες πως είχες ερωτευτεί. Έγινε, όμως, και κάτι που δεν το είχες προβλέψει. Δεν ήταν όπως το είχες φανταστεί. Δεν ήταν ο θεός που είχες δημιουργήσει στο μυαλό σου. Ήταν απλώς… άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος με ελλείψεις, με συμπεριφορές που σε πλήγωναν. Με απουσίες στη ζεστασιά της αγκαλιάς που επιζητούσες. Με βλέμματα που δε σε διάβαζαν όπως το είχες ανάγκη. Και κάθε τι που κάποτε φάνταζε μαγικό, τώρα έμοιαζε συνηθισμένο. Ίσως και απογοητευτικό.

Δε φταίει η σχέση σου, όμως. Τουλάχιστον όχι απόλυτα. Τον είχες φανταστεί τέλειο, κι έτσι τον σήκωσες ψηλότερα από ό,τι άντεχε. Έψαχνες τις απαντήσεις σε κάποιον που δεν ήξερε καν τις ερωτήσεις. Έβαλες τη δική σου μοναξιά πάνω σε αυτό το άτομο και το παρακάλεσες σιωπηλά να τη γιατρέψει. Κι όταν δεν το έκανε, ένιωσες θυμό. Μα όχι γι’ αυτό. Για εσένα. Γιατί το ήξερες μέσα σου από την αρχή: ότι δεν είναι όλα όσα ποθούμε, τελικά, αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε.

Ήθελες απλώς να το δοκιμάσεις, να το ζήσεις. Να μη σου μείνει απωθημένο. Και είναι εντάξει αυτό. Ίσως αν δεν το ζούσες, να κατηγορούσες συνεχώς τον εαυτό σου ότι έφταιγες για πράγματα που δεν ήταν δικά σου. Τουλάχιστον τώρα έμαθες ότι το να ποθείς κάτι δε σημαίνει ότι είναι σωστό για εσένα. Έμαθες ότι η ανάγκη και ο έρωτας δεν είναι το ίδιο. Έμαθες ότι, αν δε δεις τον άλλον όπως πραγματικά είναι, πάντα θα νιώθεις απογοητευμένος. Γιατί δεν απογοητεύεσαι από αυτόν· απογοητεύεσαι από την ιδέα που είχες γι’ αυτόν.

Ένας άνθρωπος που ήθελες για όσο δεν τον είχες και τώρα που τον έχεις, δεν τον αντέχεις. Γιατί τώρα που έπεσε ο μύθος που είχες χτίσει, μπορείς επιτέλους να δεις καθαρά.

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα