Έχει έρθει επιτέλους ο καιρός που περιμένουμε όλο τον χρόνο. Μπορεί να έχουμε πλησιάσει στον Αύγουστο, εντούτοις είμαστε κι εμείς που περιμένουμε να μπει ο τελευταίος μήνας για να πάμε επιτέλους διακοπές. Η ώρα που θα σαλπάρουμε και πάλι για νέες περιπέτειες, ζώντας για λίγο την ηρεμία και την απλότητα που έχει η ζωή στο νησί. Η απόλυτη στιγμή του καλοκαιριού, όταν θα ανοίξει και πάλι η πόρτα και θα αποβιβαστούμε από το πλοίο για να βρεθούμε – όπως κάθε χρόνο – με την παλιά παρέα σε ένα νησί κάπου στο Αιγαίο. Πλάι στο κύμα, με κάθε ηλιοβασίλεμα να είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Να γευτούμε αυθεντικές, παραδοσιακές γεύσεις, πίνοντας ούζο και ρακί. Σε ένα απλό μπαλκόνι, λοιπόν, κάπου στο Αιγαίο, σε ένα τραπέζι με έξι καρέκλες, θα ξαναζωντανέψουμε και πάλι.
Ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα αργά, χαρίζοντάς μας χρώματα που όσο και να θες, δεν μπορείς να ξεχάσεις, και ο πελαγίσιος αέρας μας περιλούζει με φρέσκα αρώματα από θαλασσινά. Και κάπου εκεί, που είμαστε ανέμελοι και αραγμένοι, και ο χρόνος κυλάει πιο αργά, οι σκέψεις μας ανασαίνουν – και γεννιούνται οι καλύτερες ιδέες. Ίσως να είναι η θάλασσα, που η μαγεία της δε συγκρίνεται με τίποτα, ίσως να είναι το απέραντο μπλε, ίσως το κρασί ή – ίσως πάλι – να είναι η ελευθερία που μας κατακλύζει όταν μιλάμε για κάτι που αγαπάμε, κάτι που μας γεμίζει, κάτι το πραγματικά αληθινό. Μια συζήτηση που θα μας κρατήσει συντροφιά μέχρι τον χειμώνα. Όχι για άγνωστους ανθρώπους, για κουτσομπολιό, όχι για το τι φόρεσε ή το τι έκανε ένας ασήμαντος γνωστός μας, αλλά συζητήσεις με ουσία. Για τα όνειρά μας, που μας δίνουν ζωή και περιμένουν να πάρουν πνοή. Για τις ιδέες που μας κατέβηκαν από το πουθενά, για το μέλλον μας και τους στόχους μας που ακόμη ψάχνουν τον δρόμο τους.
Η Ελένη, από το πουθενά, θα μας εκφράσει ότι έχει βάλει στο νου της την παραίτηση, γιατί έχει βλέψεις πιο ψηλές και λέει να τις κυνηγήσει – γιατί, άλλωστε, δεν ξέρεις ποτέ πού μπορεί να σε βγάλει ο δρόμος, εάν δε δοκιμάσεις. Η Χριστίνα, από την άλλη, θα περιγράψει πώς φαντάζεται το μελλοντικό της σπίτι και πώς έχει σκοπό να το υλοποιήσει. Ο Φοίβος, πάλι, θα ονειρευτεί την ημέρα που θα μπορεί να προσφέρει στον κόσμο απλόχερα, δημιουργώντας το δικό του ίδρυμα. Και ο Στέφανος θα μας πει πως περιμένει τη μέρα που θα γυρίσει στην πατρίδα, να γίνει μεγάλος και τρανός στον τομέα του, εξηγώντας μας με κάθε λεπτομέρεια όλα τα βήματα και τους στόχους του για να το κάνει πραγματικότητα. Και κάπως έτσι, δίχως να το καταλάβουμε, θα μπούμε όλοι σε σκέψεις. Σκέψεις που θα διαμορφώσουν – θέλοντας και μη – τα επόμενά μας βήματα, τους στόχους μας, τα όνειρά μας και το μέλλον μας. «Άραγε, αυτό μπορώ να το κάνω;» ή – ακόμη καλύτερα – «αυτό μπορούμε να το κάνουμε μαζί;». Και κάπως μαγικά θα κατακλυστούμε από μια έμπνευση και μια ενέργεια που θα μας κάνουν να αισθανθούμε γεμάτοι, και μια δύναμη ικανή να μας κάνει να κουνήσουμε βουνά.
Και στην τελική, αυτά που μένουν είναι αυτές οι κουβέντες. Που φεύγουμε με γεμάτη ψυχή, κάπου σε ένα τραπέζι με φίλους, χωρίς επικριτικά βλέμματα, χωρίς ανταγωνισμό και ειρωνικά σχόλια. Και εκεί ακριβώς πάνω γεννιούνται σχέδια, καλλιεργούνται συνεργασίες και – πάνω από όλα – δημιουργείται η ελπίδα. Σε έναν κόσμο, λοιπόν, που συχνά καταναλώνεται με το ποιος έκανε τι και γιατί, το να μιλάς για ιδέες ίσως να είναι και επαναστατικό. Μέχρι την επόμενη μας κουβέντα, που θα μας γεμίσει ελπίδα, κάπου με φόντο τη θάλασσα και καλούς φίλους!
Υ.Γ. Αφιερωμένο στους φίλους που μας κάνουν τα καλοκαίρια ωραιότερα και τρέφουν την ψυχή μας με τον δικό τους τρόπο!
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
