Ο αγώνας δεν είναι ο ίδιος για όλους.
Μου πήρε καιρό να καταλάβω τι σημαίνει «προνόμιο». Όχι με θεωρίες, ούτε με πίνακες σε σεμινάρια. Το κατάλαβα σιγά-σιγά, με εικόνες. Μ’ ένα παιδί που δεν ήρθε στην εκδρομή «γιατί είχε δουλειά στο σπίτι». Μ’ έναν πατέρα που δεν πήγε ποτέ σε σχολική γιορτή γιατί ντρεπόταν που δεν είχε “καλά ρούχα”. Μ’ έναν μαθητή που έκλεισε την κάμερα στην τηλεκπαίδευση όχι επειδή βαριόταν, αλλά γιατί πίσω του δεν υπήρχε τίποτα να δείξει.
Κάθε φορά που νόμιζα πως “είμαστε όλοι ίσοι”, η ζωή μου έδειχνε ότι κάποιοι έχουν να ανέβουν σκαλιά που εγώ δεν είδα ποτέ.
Δε σκέφτηκα ποτέ αν το ρούχο που φοράω “θα παρεξηγηθεί”. Δε φοβήθηκα όταν περπάτησα μόνη τη νύχτα. Δε με ρώτησε κανείς αν “είμαι φυσιολογική” επειδή αγαπάω έναν άνθρωπο του ίδιου φύλου. Δε με φώναξαν ποτέ “μαυράκι.”
Μικρά, καθημερινά “δε”. Που για μένα ήταν αόρατα. Αλλά για άλλους είναι τοίχος.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξυπνούν και η μέρα τους ξεκινά με μάχη: να προλάβουν δύο δουλειές, να αφήσουν τα παιδιά σε κάποιον να τα προσέχει, να πάνε με τα πόδια στη δουλειά, να απαντήσουν με “ευγένεια” σε προσβλητικά βλέμματα, να παλέψουν με τη γραφειοκρατία, να μπουν σε ένα σύστημα που μοιάζει να σχεδιάστηκε για κάποιον… άλλον.
Κι εμείς, κοιτάμε απ’ έξω. Καμιά φορά με οίκτο. Καμιά φορά με αφέλεια. Άλλες φορές, χειρότερα: με απαξίωση. «Δεν θέλουν να προσπαθήσουν», λέμε. «Βολεύονται». Μπορεί και να προσπαθούν πολύ περισσότερο από εμάς. Απλώς, το δικό τους μαραθώνιο δεν τον βλέπει κανείς.
Το πιο επικίνδυνο με τα προνόμια δεν είναι ότι τα έχουμε. Είναι ότι δεν τα καταλαβαίνουμε. Τα μπερδεύουμε με αξία. Νομίζουμε ότι αυτό που ζούμε είναι το φυσιολογικό. Ότι όλοι μπορούν, αν θέλουν.
Αλλά όχι. Δεν μπορούν όλοι, όχι γιατί δεν έχουν θέληση, αλλά γιατί δεν έχουν σκάλα να φτάσουν εκεί που πατάμε εμείς.
Το προνόμιο είναι σιωπηλό. Δε σου φωνάζει “είσαι τυχερός”. Σε αφήνει να νομίζεις πως τα πέτυχες όλα μόνος σου. Κι αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί σε αποκόβει από την πραγματικότητα των άλλων.
Δε χρειάζεται να έχουμε απαντήσεις. Χρειάζεται να έχουμε αυτιά και μάτια ανοιχτά. Να παρατηρούμε. Να ακούμε. Να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε.
Να ρωτάμε: «Μπορώ να βοηθήσω;», αντί για το: «Γιατί δεν έκανες κάτι καλύτερο;»
Δε γράφω για να κατηγορήσω κανέναν. Ούτε τον εαυτό μου. Αλλά μέσα στον κυκλώνα της καθημερινότητας, ίσως αξίζει πού και πού να σταματάμε και να σκεφτόμαστε:
Πόσοι κόποι μου έγιναν ευκολότεροι επειδή είχα ανθρώπους, συνθήκες, δομές;
Πόσες πόρτες μου άνοιξαν επειδή ήμουν απλώς “ο σωστός άνθρωπος στο σωστό χώρο;”
Πόσοι γύρω μου είναι διαρκώς σε θέση άμυνας, κι εγώ δεν το βλέπω γιατί είμαι στην εξέδρα;
Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Αλλά μπορούμε να είμαστε εμείς λίγο πιο δίκαιοι. Όχι με χειροκροτήματα και δηλώσεις. Με σεβασμό. Με διάθεση να καταλάβουμε. Με μια σιωπή που δίνει χώρο και όχι με φωνές που παίρνουν τον λόγο.
Ίσως, έτσι, να αρχίσουμε να βλέπουμε τις ανισότητες. Όχι επειδή τις πάθαμε. Αλλά γιατί επιλέξαμε να μην τις προσπερνάμε πια.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
