Τα άνθη, χάρη στην απαλότητα της υφής τους και τη λεπτότητα που προσδίδει η όψη τους, υπήρξαν, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, ένα σύμβολο ευαισθησίας και τρυφερότητας, ενώ η προσφορά τους αποτελεί κατά γενική ομολογία μια χειρονομία αβροφροσύνης, βαθιάς ευγένειας, εκτίμησης, καθώς επίσης και έναν έμμεσο τρόπο επικοινωνίας των συναισθημάτων. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, είναι που αιτιολογεί και την έντονη και δυναμική παρουσία τους σε ιδιαίτερης σημασίας στιγμές, περιστάσεις και γεγονότα της ζωής μας, καθώς και το ότι αποτελεί την επικρατέστερη και πιο πιθανή επιλογή μεταξύ των τυχών περισσότερων δώρων που θα έφερνε κανείς στο μυαλό του και που ενδεχομένως θα επέλεγε να προσφέρει σε κάποιον.
Έχει καθιερωθεί να συνοδεύουν, να στολίζουν και να χρωματίζουν τις πιο χαρμόσυνες και ευτυχισμένες στιγμές ενός ατόμου· από γαμήλιες ανθοδέσμες που εκτοξεύονται στον αέρα, έως ανθοστήλες σε βαφτίσεις ή πλήθος από ζωηρόχρωμα μπουκέτα έξω από κάποια αίθουσα τελετών που αναμένουν να διαδεχθούν κάποιον μόλις απόφοιτο και πλέον ορκισμένο πτυχιούχο· μέχρι να αγκαλιάζουν παρηγορητικά και συμπονετικά εκείνα τα πιο σκοτεινά και επώδυνα συμβάντα, κοσμώντας ωχρούς θαλάμους νοσοκομείων με ευχές για γρήγορη ανάρρωση, έως νεκρώσιμες τελετές ως ύστατη και αποχαιρετιστήρια προσφορά στον νεκρό και ένδειξης συμπαράστασης στους πενθόντες.
![]()
Ιστορικά, η προσφορά λουλουδιών ως δώρο συναντάται για πρώτη φορά στην αρχαιότητα ακόμη. Η Φλώρα (λατινικά: Flōra) ήταν μια ρωμαϊκή θεά των λουλουδιών και της άνοιξης, μία από τις δώδεκα θεότητες της παραδοσιακής ρωμαϊκής θρησκείας. Η σύνδεσή της με την άνοιξη της προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία κατά τον ερχομό της, όπως και ο ρόλος της ως θεάς της νεότητας. Το αντίστοιχό της όνομα στην Ελλάδα, είναι Χλωρίς.
Στην αρχαία Ελλάδα, τώρα, η προσφορά των λουλουδιών έφερε μια περισσότερο τελετουργική και θρησκευτική χροιά, μιας και οι άνθρωποι συνήθιζαν να τα αφιερώνουν ως ένδειξη αφοσίωσης, πίστης και λατρείας στους θεούς τους, ιδίως σε εκείνους που παραδοσιακά συνέδεαν στενά με στοιχεία της φύσης όπως για παράδειγμα την Άρτεμις, τη θεά του κυνηγιού ή τη Δήμητρα, τη θεά της εστίας και της γεωργίας.
Στην αμέσως επόμενη βαθμίδα προσώπων που θεωρούσαν ότι ήταν ορθό και πρέπον να χαρίζουν άνθη- εδώ περισσότερο και κυρίως για τιμητικούς λόγους- ως ευχαριστήρια προσφορά για τη γενναιότητα και την ανδρεία τους- ήταν εκείνοι που λάμβαναν τον τίτλο του ήρωα· εκείνοι δηλαδή που είχαν να επιδείξουν κάποιο εξαιρετικά σπουδαίο και αξιόλογο κατόρθωμα ή επίτευγμα και το οποίο τις περισσότερες των περιπτώσεων σχετιζόταν με κάποια σημαντική συμβολή ή συνεισφορά προς τον τόπο την ευημερία της πόλης και το κοινό καλό των πολιτών. Από την άλλη μεριά, για τιμητικούς λόγους ομοίως συνήθιζαν να χαρίζουν άνθη στους αθλητές που σημείωναν εξαιρετικές επιδόσεις. Είναι άλλωστε ευρέως γνωστό το γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες επικροτούσαν και επευφημούσαν την υγεία, την καλή σωματική και φυσική κατάσταση, ώστε η προσφορά λουλουδιών (δάφνινων στεφανιών συνηθέστερα) σε εκείνον που είχε καταφέρει να επιτύχει στις δοκιμασίες, θεωρούνταν ως ένα δείγμα επιβράβευσής του για την ενασχόληση και τη φροντίδα που έδειξε προς το σώμα του.
Στην πορεία της ιστορίας, και ιδιαίτερα στους χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η προσφορά λουλουδιών έλαβε μια περισσότερο κοσμική λειτουργία παραπλήσια με αυτή που έχει και σήμερα. Αξιοποιούνταν, με άλλα λόγια, περισσότερο ως στοιχείο του στολισμού διαφόρων εορτών, στα συμπόσια και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις και σημαντικές περιστάσεις.
Η σημασία τους ως δώρο, βέβαια, αναδείχθηκε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, και η προσφορά τους εξέλαβε έναν χαρακτήρα και μια διάθεση περισσότερο ρομαντική, κατά τον μεσαίωνα και τη βικτωριανή εποχή, κυρίως δε στις χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου. Η προσφορά λουλουδιών ξεκίνησε σταδιακά να διαδραματίζει έναν ρόλο έμμεσης επικοινωνίας, εκδήλωσης θαυμασμού κι ερωτικού ενδιαφέροντος, αναπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την απόσταση που επέβαλαν οι κοινωνικές επιταγές της εποχής να διατηρείται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτό διότι θεωρούνταν απρέπεια και σπίλωση του καλού ονόματος και της τιμής μιας γυναίκας να θεαθεί σε πολύ κοντινή απόσταση με έναν άνδρα, πολύ περισσότερο δε, όπως ήταν αναμενόμενο, να του απευθύνει τον λόγο και να συζητήσει μαζί του.
Απέναντι λοιπόν στις αυταρχικές και σκληρές κοινωνικές αυτές προσταγές και τους περιορισμούς τα λουλούδια λειτούργησαν ως αγγελιοφόροι καθώς ήταν ένα από τα λίγα μέσα που διέθετε κανείς, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα και η ευκαιρία να αποκαλύψει τα συναισθήματά του στο πρόσωπο που τον ενδιαφέρει χωρίς να επικριθεί ούτε ο ίδιος για απρέπεια και αναισχυντία αλλά ούτε και να αμφισβητηθούν οι αρχές, η τιμή και η ηθική του αποδέκτη. Η μέθοδος αυτή επικοινωνίας αξιοποιήθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό ανά τα χρόνια, ώστε από ένα σημείο και έπειτα ξεκίνησε να δημιουργείται η λεγόμενη «Floriography», με άλλα λόγια η γλώσσα των λουλουδιών. Ανάλογα λοιπόν με το είδος του λουλουδιού που θα επέλεγε κανείς, ανάλογα με το χρώμα που θα έφερε αυτό, ανάλογα με τον συνδυασμό περισσότερων λουλουδιών και χρωμάτων που θα επιχειρούσε κάποιος, ακόμη και ανάλογα με τον αριθμό των λουλουδιών από τον οποίο απαρτίζονταν μία ανθοδέσμη, προσδίδονταν διαφορετικό μήνυμα και νόημα σε αυτό το οποίο εννοούσε κάποιος και που αν του επιτρεπόταν θα εξέφραζε με λόγια.
Ο άτυπος αυτός κώδικας επικοινωνίας εξακολουθεί να έχει ισχύ και στις μέρες μας. Έχει καθιερωθεί, για παράδειγμα, όταν προσφέρουμε ένα μπουκέτο να μεριμνούμε ώστε αυτό να αποτελείται από μονό αριθμό λουλουδιών, ενώ επίσης τα χρώματα είναι εκείνα που κατεξοχήν συνεχίζουν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του μηνύματος που θέλει κάποιος να περάσει, μιας και τα κόκκινα λουλούδια λόγου χάριν θεωρείται πως εκφράζουν ένα ρομαντικό ενδιαφέρον και δίνονται μεταξύ ερωτικών συντρόφων, ενώ από την άλλη εκείνα στις αποχρώσεις του ροζ και του λευκού εκφράζουν συνηθέστερα μία ήπια τρυφερότητα και ευαισθησία.
Ως δώρο στους θεούς, ως ένδειξη θαυμασμού στους αθλητές, ως συλλυπητήριο μήνυμα, ως ένδειξη ρομαντικού ενδιαφέροντος ή ως ένα γενέθλιο δώρο, τα λουλούδια συνεχίζουν να ομορφαίνουν τις ζωές μας με το άρωμα και την ποικιλομορφία τους. Κι αυτό, πιθανότατα, δε θα αλλάξει ποτέ- και ποιος θα ήθελε, άλλωστε;
