Αποτελεί ένα από τα πιο ανησυχητικά και επικίνδυνα κοινωνικά προβλήματα των τελευταίων χρόνων. Δεν εμφανίστηκε τώρα, είναι ένα διαχρονικό και καθολικό φαινόμενο, απλώς το τελευταίο διάστημα γίνεται ευρύτερα γνωστό λόγω της ταχύτητας αλλά και της πληθώρας των πληροφοριών.
Βία. Τρία γράμματα, δύο συλλαβές, μια σημασία, αμέτρητες συνέπειες. Πραγματικά, αμέτρητες. Στο σώμα και στην ψυχή. Στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στην υπόσταση του ατόμου. Και τα σημάδια εκεί, να θυμίζουν και να υπενθυμίζουν τι έγινε. Οι μώλωπες, οι εκδορές, τα σπασίματα, οι τραυματισμοί, όλα εκεί. Ορατά. Τι γίνεται, όμως, με τα αόρατα σημάδια; Εκείνα που δε φαίνονται μα μεγαλώνουν, δεν τα βλέπουμε μα βασανίζουν, δεν επιδέχονται τσιρότο μα είναι χαίνουσα πληγή.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη σωματική βία, μα νιώθω βαθιά μέσα μου πως αγνοούμε ένα εξίσου τραγικό είδος βίας, που συχνά το προσπερνούμε, χωρίς να φανταζόμαστε τι μάς κάνει και τι μάς προκαλεί. Η σιωπηλή βία. Ένας σιωπηλός δρόμος, σκοτεινός όσο δεν πάει, που δεν οδηγεί στο φως, αλλά στην άβυσσο, στο τέλμα, στις πιο άσχημες σκέψεις που μπορεί να κάνει άνθρωπος. Κι όταν ξεκινήσει αυτός ο δρόμος, δεν έχει γυρισμό. Πρέπει αυτός που τον διαβαίνει να κοντοσταθεί, να καταλάβει τι γίνεται και να επιστρέψει πριν προλάβει να τον καταπιεί το σκοτάδι.
Γιατί είναι ύπουλος αυτός ο δρόμος. Δε φαίνεται από την αρχή η μαυρίλα του. Όχι ότι φαίνεται φωτεινός, αλλά τίποτα δεν προμηνύει τι θα ακολουθήσει. Ξεκινά αθώα, σχεδόν αναίμακτα και περνά υποδόρια στον τρόπο συμπεριφοράς του ατόμου που τη δέχεται. Και το πιο επικίνδυνο είναι το ότι μπορεί να προέρχεται από τον οποιονδήποτε. Όχι μόνο από τον κακοποιητικό σύντροφο, αλλά και από τον γονιό, τον φίλο, τον εργοδότη, τον συνάδελφο, τον συγγενή.
Κρύβεται πίσω από την πρώτη φορά που θα συγκρίνει ο γονιός το παιδί του με κάποιο άλλο και θα υποτιμήσει τις δυνατότητες του δικού του παιδιού. Από τη στιγμή που θα αμφισβητήσει τις ικανότητες που έχει σε οποιονδήποτε τομέα. Όταν θα δείξει εμπράκτως την προτίμηση ή την αδυναμία του στο άλλο παιδί. Όταν θα το χειραγωγήσει ασκώντας εκβιασμό ή απειλή για να ικανοποιήσει τη δική του επιθυμία. Και, τέλος, όταν θα του πει με το πιο γλυκό χαμόγελο ότι ο ρόλος του είναι να μείνει κοντά στους γονείς του, ακόμα κι όταν παντρευτεί γιατί «ποιος σε αγαπά παιδί μου πιο πολύ από μένα;».
Κρύβεται πίσω από τις πρώτες κοινωνικές επαφές, στο σχολείο, στις δραστηριότητες, στο Πανεπιστήμιο. Στην παρέα που αγνοεί συστηματικά τις προτιμήσεις ενός μέλους της. Που έχει πάντα έναν για όλα τα θελήματα, εκείνον που είναι ο πιο συγκαταβατικός και ο πιο καλόβολος. Που κοροϊδεύει εμφανώς ή διακριτικά ντύσιμο, τρόπο ομιλίας, καταγωγή, κοινωνική τάξη εκείνου, του πιο αδύναμου από όλους. Που θα αδιαφορήσει παντελώς για τη γνώμη του. Και θα του επιρρίψει ευθύνες για κάθε στραβό.
Κρύβεται και στον εργασιακό χώρο. Στον προϊστάμενο που δεν αφήνει πρωτοβουλίες σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Στον διευθυντή που δεν επικροτεί τις προσπάθειες που γίνονται. Στον συνάδελφο που καρπώνεται και οικειοποιείται δουλειά ενός άλλου. Στον συνεργάτη που αποκλείει συστηματικά κάποιον από συναντήσεις και διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Στον εργοδότη που ψάχνει το πιο μικρό λάθος ή παράλειψη για να ενοχοποιήσει.
Κρύβεται και στον σύντροφο. Σε εκείνη τη σχέση που έπρεπε, θα ανέμενες τουλάχιστον, να διακρίνεται από σεβασμό. Η πρώτη φορά ήταν όταν ήθελε μπριζόλες αλλά εσύ μαγείρεψες μπριάμ. Και σε τιμώρησε με το να μη σου μιλά για δύο μέρες. Η επόμενη φορά ήταν όταν άργησες να επιστρέψεις από μια έξοδο και σου κρατούσε μούτρα για μια βδομάδα. Και οι φορές πλήθαιναν, οι αφορμές γίνονταν ακόμα πιο ευτελείς αλλά η «τιμωρία» ακόμα πιο βαριά. Το καμένο φαγητό, το ασυγύριστο σπίτι, το ξενοδοχείο των διακοπών που δεν ήταν καλό, τα παιδιά που ξύπνησαν νωρίς, το νερό που δεν ήταν ζεστό. Ένας, δυστυχώς, μακρύς κατάλογος.
Όλες οι πιο πάνω συμπεριφορές έχουν ένα κοινό μοτίβο, μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, άρα και αποτέλεσμα. Τη φίμωση. Το πνίξιμο. Την ασφυξία. Και αν κάποιος είναι τυχερός, το ξέσπασμα και τη φυγή.
Υπάρχουν σημάδια; Ναι. Τα σημάδια είναι εκεί αλλά είναι πιο ισχυρή η τάση να εθελοτυφλεί κάποιος. Είναι τόσο δυνατά συναισθήματα ο φόβος και η συνήθεια, που υπερκαλύπτουν όλα τα άλλα. Και το πιο τρομακτικό αυτής της μορφής βίας είναι ότι σταδιακά το άτομο χάνει τη δύναμη να μιλά και βυθίζεται ακόμα περισσότερο στον φόβο της ανικανότητας. Έχει πειστεί ότι δεν είναι ικανό για τίποτα, ποτέ. Και περνά στην αυτολύπηση. Ένας φαύλος κύκλος, χωρίς κανένα φως στην άκρη του τούνελ.
Και, τι; Δεν υπάρχει ελπίδα; Δεν υπάρχει επιστροφή; Δεν υπάρχει σωτηρία. Εμφατικά, δυνατά, ΝΑΙ. Υπάρχει. Άπλετη. Και συνοψίζεται σε δύο έννοιες. Όρια και αγάπη. Όχι για κάποιον άλλον, μα για σένα. Τον εαυτό σου. Είναι κάτι που δε σηκώνει ούτε δικαιολογίες ούτε αναβολή.
Κλισέ, αλλά η πιο σπουδαία σχέση που έχουμε είναι αυτή με τον εαυτό μας. Που τη δημιουργούμε με το που ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο και τη διαμορφώνουμε μεγαλώνοντας. Προσθέτουμε, αφαιρούμε, υιοθετούμε, απορρίπτουμε, δεχόμαστε, ανεχόμαστε, συμβιβαζόμαστε, θέλουμε. Και ξεκάθαρα η βία είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή από κανέναν, σε οποιαδήποτε ηλικία και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οριστικά και αμετάκλητα.
Δεν είναι τόσο δύσκολο ούτε να εντοπίσει κανείς τη σιωπηλή βία, ούτε να απομακρυνθεί από αυτή. Κανόνας απαράβατος είναι ότι οι σχέσεις πρέπει να διέπονται από αρχές απαραβίαστες κι αν όχι, οι αποφάσεις πρέπει να είναι τολμηρές. Και έγκαιρες. Αν δε ληφθούν την κατάλληλη στιγμή, θα είναι καταστροφικό. Και λόγω αποτελεσμάτων, αλλά κυρίως διότι αν δεν τις πάρουμε, θα τις πάρει η ζωή για μας.
