Στην Ελλάδα έχουμε δει μπιφ να ξεκινάνε για τα πάντα. Να ξεκινούν από ποδόσφαιρο μέχρι ποιος πήρε τη σειρά στο γκισέ της ΔΕΗ. Αλλά όταν μπαίνει στο παιχνίδι η Εκκλησία κι από την άλλη πλευρά στέκεται ο Αλέξανδρος Τσουβέλας, το πράγμα αποκτά άλλη γεύση. Γιατί εδώ δε μιλάμε για ένα απλό καβγαδάκι, αλλά για μια ολόκληρη ιστορία που ξεκίνησε από μια stand-up παράσταση στην περιοχή της Στυλίδας και κατέληξε σε πρωτοσέλιδα, δηλώσεις δικηγόρων και βαριές κατηγορίες για ασέβεια προς τα Θεία- τι είπατε;
Η υπόθεση είναι απλή: Ο Τσουβέλας, γνωστός για το ότι δεν αφήνει τίποτα και κανέναν στο απυρόβλητο, έκανε χιούμορ που κάποιοι ιερείς θεώρησαν προσβλητικό. Για την ακρίβεια, την ώρα της παράστασής του στη Στυλίδα, ένας ιερέας στεκόταν πίσω του παρακολουθώντας τον από μια χαμηλή ταράτσα. Ο Αλέξανδρος τον παρατήρησε και τον ενέταξε με ευφυές χιούμορ στο σόου. Στάθηκε προσοχή και έκανε τον σταυρό του και είπε «δε θα ήταν ωραίο να τον έβλεπα μόνο εγώ και να έρθει να με πάρει;», κάνοντας στη συνέχεια με τα χείλη του τη μουσική υπόκρουση από τον Ιησού της Ναζαρέτ και με το κοινό να ξεσπάει σε γέλια. Ένα έξυπνο κωμικό σταντ, βασισμένο στον αυτοσχεδιασμό, όμως, έμελλε να πάρει άλλη τροπή.
Η συνέχεια; Αναφορές για μηνύσεις, ανακοινώσεις και μια μικρή δόση δράματος. Το Χριστιανικό Σωματείο «Ορθόδοξη Πορεία», υπέβαλε μήνυση κατά του Αλέξανδρου Τσουβέλα για προσβολή θρησκευτικού αισθήματος και ασέβεια προς τον κλήρο. Ο δικηγόρος του, από την άλλη, Ιωάννης Σαμέλης, δήλωσε ότι ο stand up κωμικός δεν προσέβαλε τη Χριστιανική πίστη, ούτε υπήρξε τέτοια πρόθεση από την πλευρά του στην παράσταση της Στυλίδα.
Ας είμαστε ειλικρινείς: όταν ένας κωμικός ανεβαίνει στη σκηνή, χρησιμοποιεί ό,τι προσφέρει το περιβάλλον του για να αυτοσχεδιάσει και να προκαλέσει γέλιο. Το αν θα το κάνει με τρόπο που θα προσβάλει ή αν θα είναι πραγματικά έξυπνο το χιούμορ του, έχει να κάνει με την κωμική ευφυΐα που διαθέτει ο επαγγελματίας. Και ο Τσουβέλας, αν μη τι άλλο, την έχει μπόλικη.
Η ελληνική κοινωνία, από την άλλη, έχει ένα ταλέντο: να παίρνει στα σοβαρά ακόμα και το πιο προφανές αστείο. Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο να τσακωνόμαστε για το αν λέγεται “σουβλάκι” ή “καλαμάκι”, οπότε δεν προκαλεί εντύπωση που μια stand-up ατάκα μπορεί να θεωρηθεί απειλή για την κοινωνική συνοχή. Η ίδια η φράση ακούγεται τόσο επίσημη που σχεδόν χάνει το νόημά της, ειδικά όταν αναφέρεται σε μια βραδιά όπου το κοινό είχε πάει για να γελάσει, να πιει μια μπίρα και να ξεχάσει τη ΔΕΗ που λέγαμε πριν.
Το ταλέντο του Τσουβέλα έγκειται στο ότι βλέπει τον κόσμο σαν μια ατέλειωτη πηγή σκηνών για μίμηση. Από τον μπαμπά που βρίζει την τηλεόραση μέχρι τον παπά που στέκεται πίσω του “σαν τον χάρο”, όλα χωράνε στο μικρόφωνό του. Κι αυτή ακριβώς η ελευθερία είναι που κάνει το stand-up τόσο απαραίτητο. Δηλαδή, το δικαίωμα να γελάμε με τα πάντα, γιατί αν το χιούμορ δεν ακουμπάει καμία ευαίσθητη χορδή, τότε απλώς δεν είναι χιούμορ.
Φυσικά, η άλλη πλευρά θα πει ότι υπάρχουν όρια. Όρια που προστατεύουν θεσμούς, πίστη και ανθρώπους. Κι εδώ είναι το λεπτό σημείο κατά πόσο μπορεί να προστατευτεί μια έννοια μέσα από μηνύσεις; Μήπως τελικά η ίδια η υπερβολική αντίδραση δίνει περισσότερη δημοσιότητα σε αυτό που υποτίθεται ότι προσβάλλει; Γιατί στο τέλος της ημέρας, το μόνο που θυμάται ο κόσμος είναι ότι «κάποιοι παπάδες τα έβαλαν με τον Τσουβέλα», και μάντεψε ποιος βγήκε κερδισμένος σε viral πόντους.
Η αλήθεια είναι ότι το μπιφ μεταξύ Εκκλησίας και Τσουβέλα δείχνει με τον πιο κωμικό τρόπο την αιώνια ελληνική μάχη μεταξύ σοβαρότητας και αστείου. Από τη μία, θεσμοί που θέλουν να διατηρήσουν το κύρος τους. Από την άλλη, ένας κωμικός που τολμά να σατιρίζει ό,τι βλέπει γύρω του. Και στη μέση, το κοινό που γελάει, κρίνει και μοιράζεται το βίντεο στα social. Ίσως τελικά αυτό να είναι το πραγματικό νόημα της ιστορίας, ότι σε μια χώρα που όλα συζητιούνται φωναχτά και όλα παρεξηγούνται εύκολα, το χιούμορ δεν είναι απλά ψυχαγωγία. Είναι καθρέφτης. Άλλοτε ενοχλητικός, άλλοτε λυτρωτικός, αλλά πάντα απαραίτητος. Και ο Τσουβέλας, απλώς μας το υπενθύμισε.
Στο τέλος, ο Τσουβέλας θα συνεχίσει να σατιρίζει τα πάντα και η Εκκλησία θα συνεχίσει να παίρνει θέση εκεί που θεωρεί ότι θίγεται. Το κοινό; Θα συνεχίσει να γελάει, να σχολιάζει και να κάνει scroll. Γιατί, κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν τέτοιες υπερβολές, θα έπρεπε να τις εφεύρουμε, μόνο και μόνο για να έχει υλικό το stand-up της επόμενης δεκαετίας.
