Η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα της Μάρθης που χάθηκε στο δυστύχημα των Τεμπών, μίλησε στην εκπομπή «Χαμογέλα και Πάλι» με τον Νίκο Συρίγο στο MEGA. Και δε μίλησε απλώς, άφησε όλη την Ελλάδα παγωμένη με τις λέξεις της. Γιατί τα λόγια μιας μάνας που έχασε το παιδί της δεν είναι συνέντευξη, είναι κατάθεση ψυχής.

Σε μια από τις πιο φορτισμένες στιγμές, εξομολογήθηκε ότι άνοιξε η ίδια τη σακούλα με τα λείψανα της κόρης της: «Την άνοιξα τη σακούλα, ήθελα να δώσω ένα τελευταίο χάδι που δίνει ο γονιός στο παιδί του. Έπιασα το κάθε ένα κομματάκι ως το τελευταίο χάδι. Και αναγνώρισα ένα πολύ συγκεκριμένο οστό. Μετά από καιρό που διάβασα την ιατροδικαστική δεν αναφερόταν πουθενά, δεν πίστευα ότι μπορεί να έχουν κάνει ακόμα κι εκεί παρανομίες και παρατυπίες. Δεν είμαστε καν σίγουροι για το τι έχουμε θάψει».

 


 

Όταν περιγράφει αυτή τη σκηνή, μας θυμίζει ότι πίσω από τους αριθμούς των θυμάτων κρύβονται ιστορίες ανείπωτες, οικογένειες που δε θα είναι ποτέ ξανά ίδιες. Η εικόνα μιας μάνας που αγκαλιάζει μέχρι και τα θραύσματα του παιδιού της δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Δε δίστασε να πει πως «θα έσκαβε με τα χέρια της για να βγάλει τα οστά του παιδιού της από τον τάφο», δείχνοντας πόσο αβάσταχτη είναι η αβεβαιότητα ακόμα και για το τι ακριβώς θάφτηκε. Κάτι που δεν είναι υπερβολή. Είναι το ένστικτο μιας μάνας που αρνείται να αποδεχτεί ότι το παιδί της χάθηκε σε μια αδιανόητη αμέλεια.

Κι όμως, μέσα από αυτόν τον ανείπωτο πόνο, η Καρυστιανού βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει για δικαιοσύνη. Δε ζητά τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο: οι υπεύθυνοι να πληρώσουν. Δε φωνάζει για εκδίκηση, απαιτεί λογοδοσία. Και αυτό είναι ίσως το πιο ηχηρό της μήνυμα. Όταν ρωτήθηκε για την πολιτική, απάντησε με την ειλικρίνεια που σπανίζει. «Η κοινωνία έχει ανάγκη από ανθρώπους ανεξάρτητους και άφθαρτους», είπε, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι η ίδια δε βλέπει τον εαυτό της να ηγείται μιας τέτοιας προσπάθειας, αν και δε θα έμενε αμέτοχη. Είναι μια απάντηση που φανερώνει πως η ίδια θέλει μόνο να τιμήσει τη μνήμη του παιδιού της και να μην αφήσει την τραγωδία να ξεχαστεί. Η προτεραιότητά της παραμένει ο αγώνας της: Να πάει μέχρι τέλους.

Η ίδια παραδέχεται πως ο πόνος δε μειώνεται με τον καιρό. «Έχει γίνει πιο έντονος με το αίσθημα της αδικίας», λέει. Και ποιος μπορεί να τη διαψεύσει; Γιατί εδώ δε μιλάμε για μια μοίρα αναπόφευκτη, αλλά για ένα έγκλημα που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Η δικαίωση για εκείνη δεν είναι τίποτε άλλο από το αυτονόητο: να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι. Μια τιμωρία που, έστω και ελάχιστα, μπορεί να απαλύνει την αίσθηση του «γιατί;».

Με σθένος αλλά και οργή, κατήγγειλε ότι ειπώθηκε πως «είχε χάσει την επιμέλεια της κόρης της», θεωρώντας το μια προσπάθεια να αμαυρωθεί η μνήμη της Μάρθης. Για τη Μαρία, ο αγώνας δεν είναι μόνο για τη δικαιοσύνη απέναντι στους υπεύθυνους, αλλά και για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας του παιδιού της.

Κι ύστερα, ήρθε η πιο αθώα, η πιο σπαρακτική φράση: «Δεν ανοίγω την ντουλάπα της για να μη φύγει το άρωμά της». Σε αυτή τη φράση κλείνεται όλο το άδικο, όλη η αδικία, όλο το πάγωμα του χρόνου. Γιατί η απώλεια δε μετριέται σε ημερομηνίες, αλλά σε μυρωδιές, σε συνήθειες, σε στιγμές που έμειναν μετέωρες.

Η συνέντευξη της Μαρίας Καρυστιανού είναι κάτι παραπάνω από τηλεοπτικό γεγονός. Είναι καθρέφτης για μια κοινωνία που συχνά ξεχνά, κουράζεται, «προχωράει». Εκείνη όμως δεν μπορεί να προχωρήσει. Και μας υπενθυμίζει πως δεν πρέπει ούτε κι εμείς. Γιατί αν ξεχάσουμε, τότε η τραγωδία θα έχει χαθεί δύο φορές: μία στις ράγες των Τεμπών και μία στη συλλογική μας μνήμη. Κι αν κάτι πρέπει να μας μείνει, είναι πως πίσω από τα δικαστήρια, τα πρωτοσέλιδα και τις πολιτικές δηλώσεις, υπάρχει πάντα μια μάνα. Μια μάνα που θρηνεί, αλλά παράλληλα σηκώνεται όρθια και απαιτεί να μην περάσει αυτό το έγκλημα στη λήθη.

Συντάκτης: Νικόλ Τ.