Η αγάπη δεν ήταν ποτέ σταθερή έννοια. Δεν είχε ποτέ έναν μόνο ορισμό, μια μόνο μορφή, ένα μόνο τέλος. Αντίθετα, γεννιόταν και ξαναγεννιόταν μέσα στις εποχές, κουβαλώντας μέσα της όλα όσα φοβόταν και όλα όσα ήλπιζε κάθε γενιά.

Αν κάποιος καθίσει και σκεφτεί το πώς αγαπούσαν οι παππούδες του, οι γονείς του, κι έπειτα κοιτάξει γύρω του το πώς αγαπούν οι φίλοι του σήμερα, ίσως νιώσει σαν να βλέπει τρεις εντελώς διαφορετικές ιστορίες. Ίσως και τρεις εντελώς διαφορετικές αλήθειες. Και όλες να είναι σωστές.

Υπήρχε μια εποχή που η αγάπη δε λεγόταν εύκολα. Δε γραφόταν σε μηνύματα, δεν ανέβαινε σε stories, δεν είχε φίλτρα και μεγάλα λόγια. Ήταν πιο αθόρυβη, πιο πρακτική, και κάποιες φορές πιο βαριά. Αλλά δεν έλειπε. Εκφραζόταν σε μια φροντίδα, σε ένα «έφαγες;». Για τις παλιότερες γενιές, η αγάπη ήταν κάτι που χτίζεται, όχι κάτι που απλώς νιώθεται. Και χτιζόταν με επιμονή, με αντοχή, ακόμα και με σιωπή. Μπορεί να μην υπήρχε το «σ’ αγαπώ» κάθε μέρα, αλλά υπήρχε μια αίσθηση ότι ο άλλος δε φεύγει. Μένει. Και μόνο αυτό έφτανε για να νιώσεις ασφαλής ή και παγιδευμένος.

Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν στα ’80s και ’90s μεγάλωσαν με διπλά μηνύματα. Από τη μία, είδαν τους γονείς τους να μένουν μαζί από καθήκον. Από την άλλη, μεγάλωσαν με ταινίες που τους είπαν ότι η αγάπη πρέπει να είναι πάθος, ρίσκο, επανάσταση. Τους έμαθαν ότι η αγάπη είναι το να βρεις το άλλο σου μισό. Ή έστω κάποιον που θα σε καταλαβαίνει χωρίς πολλά λόγια. Κι έτσι ξεκίνησαν σχέσεις με όνειρα, με ρομαντισμό, με αληθινές ανάγκες. Αλλά και με τη σύγκρουση ανάμεσα στο «θέλω να μείνω» και το «δεν αντέχω να μη με καταλαβαίνεις».

Αυτή η γενιά άρχισε να καταλαβαίνει ότι η αγάπη δε φτάνει πάντα. Ότι χωρίς επικοινωνία, χωρίς σεβασμό, χωρίς κοινό ρυθμό, ακόμα και ο μεγαλύτερος έρωτας μπορεί να σβήσει. Και κάπου εκεί άρχισε να γεννιέται το «προτιμώ να είμαι μόνος/η, παρά σε λάθος σχέση». Για πρώτη φορά, η μοναξιά δεν έμοιαζε με αποτυχία.

Οι νεότερες γενιές ζουν την αγάπη μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο ταχύτητα, επιλογές και φθορά. Όλα είναι πιο προσβάσιμα κι όμως, πιο δύσκολα. Τα πάντα μπορούν να ξεκινήσουν με ένα like, αλλά σχεδόν τίποτα δεν εγγυάται συνέχεια. Όλα είναι διαθέσιμα, αλλά σχεδόν τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν με τρόπο πιο ευάλωτο από ποτέ. Ανοίγονται, ζητούν συναισθηματική ασφάλεια, ψάχνουν αυθεντικότητα μέσα στον θόρυβο. Αναγνωρίζουν τα τραύματά τους, μιλούν για όρια, για ανάγκες, για ψυχολογικά βάρη που κάποτε απλώς καταπίνονταν.

Η αγάπη σήμερα έχει πολλά πρόσωπα: μπορεί να είναι ανοιχτή, μη μονογαμική ή συμβατική, μπορεί να μην έχει τίποτα απ’ όσα ξέραμε και, ταυτόχρονα, να έχει όλα όσα χρειαζόμαστε. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πια δε χωράει σε μία μόνο φόρμα. Κι αυτό δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Είναι απλώς η αλήθεια. Οι παλιοί αγάπησαν με υπομονή. Οι ενδιάμεσοι με πάλη. Οι σημερινοί με ερωτηματικά. Κάθε γενιά φέρει μέσα της τις πληγές και τις επιθυμίες της προηγούμενης. Και μαζί τους, ψάχνει να χτίσει κάτι πιο κοντά στο δικό της σωστό.

Συμπερασματικά, ίσως εκεί να κρύβεται η πραγματική εξέλιξη· όχι στο να βρούμε το τέλειο μοντέλο αγάπης, αλλά στο να μπορούμε να λέμε την αλήθεια μας. Να μη μένουμε από φόβο. Να μη φεύγουμε από πανικό. Να μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να αφήνουμε και τον άλλον να είναι.

Συντάκτης: Αγγελική Παπακωνσταντίνου