Αν νόμιζες ότι η μεγαλύτερη μάχη στον κόσμο του Χάρι Πότερ ήταν εκείνη ανάμεσα στον Χάρι και τον Βόλντεμορτ, κάνεις λάθος. Γιατί στον πραγματικό κόσμο έχουμε μια άλλη, πιο επίμονη και σίγουρα πιο tweetable κόντρα. Αναφέρομαι στην Τζ. Κ. Ρόουλινγκ απέναντι στην Έμα Γουάτσον και τις τοποθετήσεις εκατέρωθεν απέναντι στα τρανς δικαιώματα αλλά και για το πώς καταλήγουν να μιλάνε η μία για την άλλη.
Πρόσφατα, η Ρόουλινγκ απάντησε στις δηλώσεις της Έμα Γουάτσον με λόγια που μόνο συμφιλιωτικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Η Γουάτσον είχε δηλώσει πως εξακολουθεί να «αγαπά» τη συγγραφέα, παρότι διαφωνεί μαζί της, και πως δε θέλει να τη «διαγράψει». Στα αυτιά πολλών αυτό ακούστηκε σαν μια προσπάθεια να κρατήσει ισορροπίες, να δείξει πως μπορείς να έχεις ενστάσεις χωρίς να φτάνεις στην ακύρωση. Όμως, η Ρόουλινγκ δε φάνηκε να συμμερίζεται το πνεύμα καλής θέλησης. Αντίθετα, τη χαρακτήρισε «άσχετη επειδή είναι πλούσια», ένα σχόλιο που, αν μη τι άλλο, έριξε λάδι στη φωτιά και έκανε τα social media να πάρουν φωτιά.

Και εδώ ξεκινά η ουσία της ιστορίας. Γιατί τι σημαίνει «άσχετη επειδή είναι πλούσια»; Είναι σαν να λέμε ότι το κοινωνικό ή οικονομικό υπόβαθρο κάποιου ακυρώνει αυτομάτως την άποψή του. Αν το δούμε αντικειμενικά, η Γουάτσον δε μίλησε ως «πλούσια ηθοποιός του Χόλιγουντ», αλλά ως δημόσιο πρόσωπο που χρόνια τώρα στηρίζει ανοιχτά τα LGBTQ+ δικαιώματα. Η Ρόουλινγκ, από την άλλη, αντί να αντικρούσει με επιχειρήματα, διάλεξε τον δρόμο του προσωπικού σχολίου. Και σε μια συζήτηση τόσο σοβαρή, όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό μοιάζει περισσότερο με αντιπερισπασμό παρά με ουσιαστική τοποθέτηση.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο timeline του Twitter, θα δούμε ότι οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες. Οι υποστηρικτές της Γουάτσον την έστησαν δίπλα στην Ερμιόνη, την πανέξυπνη μάγισσα που πάντα έβρισκε λύσεις και στεκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Τα memes έδιναν κι έπαιρναν, ραβδιά που εκτοξεύουν «Expelliarmus» για να ρίξουν μικρόφωνα, quotes από τις ταινίες που αποκτούν δεύτερο επίπεδο νοήματος, ακόμα και φότοσοπ που βάζει τις δύο σε μονομαχία στη Μεγάλη Αίθουσα.
Από την άλλη πλευρά, η Ρόουλινγκ παραμένει πιστή στη στάση της, χωρίς καμία διάθεση να κατεβάσει τους τόνους. Όσο κι αν δέχεται κριτική, δείχνει αποφασισμένη να κρατήσει τη γραμμή της, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα αποξενώσει μερικούς από τους πιο πιστούς θαυμαστές του Χάρι Πότερ. Στο μυαλό της, πιθανότατα, δεν κάνει πίσω γιατί πιστεύει πως υπηρετεί την «αλήθεια» της.
Κι εδώ είναι το σημείο που γίνεται σαφές πως η ιστορία δεν αφορά απλώς ένα διάσημο καβγά. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για τις ταυτότητες φύλου, για την αποδοχή και για το ποιος έχει δικαίωμα να μπαίνει στη συζήτηση. Το αν η Γουάτσον έχει πλούτο ή δόξα δεν αναιρεί το γεγονός ότι εκφράζει μια θέση που αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και το να την απορρίπτεις εξαιτίας της κοινωνικής της θέσης μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια αποδόμησης του προσώπου, παρά με πραγματική κριτική στην άποψη.
Φυσικά, η ειρωνεία είναι πως και οι δύο αυτές γυναίκες ανήκουν σε έναν κόσμο που οι ίδιοι τους οι χαρακτήρες μάς έμαθαν την αξία της αγάπης, της κατανόησης και της αλληλεγγύης. Η Ερμιόνη ήταν το απόλυτο παράδειγμα μαθήτριας που δεν το έβαζε κάτω, ενώ η Ρόουλινγκ μας χάρισε έναν κόσμο όπου το να είσαι «διαφορετικός» ήταν τελικά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Πώς λοιπόν φτάσαμε στο σημείο να μοιάζει ο διάλογός τους πιο κοντά σε reality show παρά σε μια πολιτισμένη συζήτηση;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η ιστορία δεν έχει γραμμένο φινάλε. Ίσως να συνεχιστεί με νέες δηλώσεις, ίσως με νέα αιχμηρά tweets, ίσως με άλλα σχόλια που θα γίνουν viral. Το κοινό πάντως θα παραμένει διχασμένο, κάπου ανάμεσα στο fandom που μεγάλωσε με το Χόγκουαρτς και στον κόσμο που ζητά ξεκάθαρη στήριξη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Και μέχρι να δούμε αν θα υπάρξει ποτέ συμφιλίωση ή έστω ένας πιο ώριμος διάλογος, μπορούμε να κρατήσουμε μόνο ένα μάθημα, η μαγεία του Χόγκουαρτς μπορεί να ήταν φανταστική, αλλά η πραγματική μαγεία θα ήταν να μάθουμε να διαφωνούμε με σεβασμό, χωρίς να μειώνουμε ο ένας τον άλλο.
ΥΓ: Όσο κι αν η ειρωνεία κάνει θόρυβο, αυτό που μένει είναι πως τα δικαιώματα και η αποδοχή δε θα έπρεπε ποτέ να κρίνονται με βάση το πορτοφόλι ή τη φήμη κάποιου.
