Κάποτε είχα τη συνήθεια να λέω συνέχεια «δεν πειράζει». Δεν πειράζει αν κουράζομαι, δεν πειράζει αν στεναχωριέμαι, δεν πειράζει αν κανείς δεν κάνει το ίδιο για μένα. Πίστευα πως, όσο βάζω τους άλλους πρώτους, θα εκτιμήσουν όσα κάνω, πως θα δουν την προσπάθεια, την καλή πρόθεση, τη διαθεσιμότητα που είχα πάντα. Τελικά η αλήθεια ήταν πολύ πιο απλή: όσο περισσότερο έδινα, τόσο περισσότερο το θεωρούσαν δεδομένο. Κι όσο πιο πολύ πίεζα τον εαυτό μου, τόσο πιο εύκολα πίστευαν πως δεν έχω όρια.
Έτσι κατάλαβα το λάθος. Δεν ήταν ότι εμπιστεύτηκα λάθος ανθρώπους.
Ή ότι έδωσα παραπάνω από όσο έπρεπε.
Το πραγματικό λάθος ήταν ότι έβαζα τον εαυτό μου τελευταίο. Τελευταίο στις ανάγκες, στις προτεραιότητες, στην προσοχή. Άφηνα όλους να χωρέσουν στη ζωή μου, αλλά δεν άφηνα χώρο για μένα.
Και ξέρεις πώς το κατάλαβα; Όταν άρχισα να κουράζομαι από πράγματα που κάποτε έκανα με χαρά, όταν έπνιγα πράγματα μέσα μου που ήθελα να πω για να μην χαλάσω τη «στιγμή» κι οταν με έβλεπα να κάνω υποχωρήσεις που δεν θα ζητούσα ποτέ από άλλον. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά ότι δεν με πλήγωσαν οι άλλοι. Εγώ με πλήγωσα, επειδή με άφησα πίσω για πολύ καιρό.
Από τότε προσπαθώ να αλλάξω. Να λέω «όχι» χωρίς να απολογούμαι, να δίνω χωρίς να αδειάζω, να μην σώζω καταστάσεις που δεν με αφορούν, και να μην μαζεύω κομμάτια άλλων, όταν τα δικά μου χρειάζονται κόλληση.
Δεν είναι εγωισμός να βάζεις τον εαυτό σου πρώτο.
Είναι υγεία. Είναι ισορροπία. Είναι σεβασμός.
Και όσο το κάνω, συνειδητοποιώ κάτι που μου έλειπε για χρόνια:
Όταν δίνεις στον εαυτό σου την αξία που του αρμόζει, δεν χάνεις ανθρώπους, χάνεις μόνο εκείνους που ήθελαν να σε έχουν τελευταίο. Κι αυτοί, τελικά, δεν άξιζαν να είναι πρώτοι.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
