Δρόμοι αχάραγοι.
Στα σκοτεινά σοκάκια
φωνές ανθρώπων δεν ακούγονται πια.
Δε δέχτηκες ούτε ένα φιλί-
ένιωθα τα νηπενθή συναισθήματά σου.
Είσαι το «λίγο» που χάθηκε
καθώς σε κρατούσαν σφιχτά τα νεκρά μου χέρια.
Ένα όνειρο που δεν υπήρξε.
Χλωρή φωτιά
με ένα προσάναμμα πάλευες να ανάψεις τη φλόγα
κρατώντας φυλαγμένα μέσα σου
τα ξερά, νηπενθή, συναισθήματα σου.
Σε ονειροπολούσα
Και το στόμα σου με την πάροδο των χρόνων θέριευε.
Εκείνο το βράδυ σε κοίταξα.
Από πιο λαμπερό μέρος κατέβηκες
-ψιθύριζα μέσα μου-.
Έπεσες από έναν ουρανό
και σε αυτό τον κόσμο μεταλλάχθηκες.
Μίκραιναν οι μέρες.
Μίκραιναν οι νύχτες.
Σε κρατούσα κι έσβηνες, στα νηπενθή συναισθήματά σου.
Έβλεπα στα μάτια σου τον δαίμονα που με καταδίωκε
όσο λίγο-λίγο με εγκατέλειπες.
Γιατί τρομάζες για μένα
μέσα από εσένα.