Λένε πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι καθαρά παιδιά του συναισθήματος, της εμπειρίας, του βιώματος. Δεν τα πάνε πολύ καλά με τη λογική. Το προσπαθούν, αλλά προτιμούν την άλλη οδό. Είναι άνθρωποι με βαθιά ενσυναίσθηση, δοτικότητα, αφοσίωση, κατανόηση.

Άνθρωποι, λοιπόν, που η επαγωγική τους πορεία δεν ακολουθεί «το ένα κι ένα κάνουν δύο» αλλά το «ένα κι ένα κάνουν το “μαζί”, το πλήρες, το ολόκληρο». Όπως είναι αναμενόμενο, δε γίνεται αυτό το τόσο βασικό χαρακτηριστικό τους να μην τους επηρεάζει σε πολλές απ’ τις εκφάνσεις της ζωής τους. Με άλλα λόγια, είναι άνθρωποι που μπορούν να θυμηθούν με τρομακτική λεπτομέρεια σκηνές που έζησαν κι ήταν έντονα συναισθηματικά φορτισμένες –είτε θετικά είτε αρνητικά–, ειδικά σε ό,τι αφορά τον έρωτα.

Θυμούνται με τρομακτική ακρίβεια κάθε ημερομηνία, ώρα και γεγονός που τους σημάδεψε με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ωστόσο, όπως είναι εξίσου αναμενόμενο, οποιαδήποτε χρήσιμη και σημαντική πληροφορία σε σχέση με τη σχολή τους και το επάγγελμά τους τούς παίρνει τρομερά πολλή ώρα για αφομοίωση, αφού ο εγκέφαλός τους είναι υπερφορτωμένος με άλλα ερεθίσματα.

Είναι άνθρωποι που όταν τους στιγματίσει η μυρωδιά κάποιου θα ‘ναι για πάντα. Βαρύ το «για πάντα», κι όμως, το εννοούν. Δεν είναι λίγες οι φορές που βρέθηκαν σε ένα χώρο όπου κάποιος έμοιαζε να ‘χει την ίδια μυρωδιά κι εκείνοι σάστισαν, ταράχτηκαν. Κοίταξαν γύρω τους αλλά κανείς. Αν μάλιστα έχουν επηρεαστεί πολύ απ’ την όλη φάση μπορεί να συμβεί και το εξής παράδοξο για πολλούς: Εκεί που κάθονται κάπου μόνοι, όταν φαινομενικά δεν υπάρχει κάποια ένδειξη αυτής της θύμησης, κάποια στιγμή νιώθουν τη μυρωδιά εκείνου του ανθρώπου κι ένας καταιγισμός εικόνων –ευχάριστων και μη– αναβιώνει.

Είναι αυτοί που μέρες μετά το βράδυ που είχαν περάσει αγκαλιά, συνέχιζαν να κοιμούνται σαν πουλάκια απλά και μόνο γιατί το μαξιλάρι τους μύριζε κάτι από ‘κείνη την παρουσία, κι ας έλειπε η ίδια. Κι αυτές οι αγκαλιές μα πόσο ύπουλες, πλανεύτρες. Εκεί έκαναν τα πιο όμορφα μεθύσια τους.

Τι να πρωτοθυμηθούν; Πόσα συναισθήματα μπορούν να γεννηθούν όταν το σώμα του ενός εφαρμόζει άρτια σε εκείνο του άλλου; Όταν νιώθει πραγματικά ο ένας τον άλλον; Είναι αγκαλιές θερμές, σφιχτές, τρυφερές, που γεννούν ασφάλεια. Άλλοτε ήσυχες κι άλλοτε παθιασμένες, πυροδοτούν εκρήξεις. Χέρια που συνήθιζαν να τους χαϊδεύουν απαλά μα ποτέ αδιάφορα. Χέρια που στέγνωσαν δάκρυα, όταν αυτό χρειάστηκε. Πώς να τα ξεχάσουν;

Κι έπειτα είναι και το βλέμμα. Με το πρώτο να μοιάζει τόσο στο τελευταίο· κενό σχεδόν. Υπήρξε, όμως, κι εκείνη η ματιά που τους έκανε να πιστέψουν πως είναι ο κόσμος τους -κι αν όχι ολόκληρος, ένα κομμάτι του τουλάχιστον. Εκείνο το βλέμμα που έμοιαζε άλλοτε να τους θαυμάζει κι άλλοτε να τους υποτιμά. Εκείνο που χάριζε σιγουριά κι οικειότητα. Για να καταλήξουν σε βλέμματα παγωμένα κι αδιάφορα.

Αναπολούν, ακόμη, τα πρώτα πρωινά της γνωριμίας τους, τότε που τηλεφωνούσε ο ένας τον άλλον εκτελώντας χρέη ξυπνητηριού και, τελικά, κατέληγαν να μιλάνε με τις ώρες. Πόσο αισθησιακή μπορεί να είναι η αγουροξυπνημένη φωνή κάποιου. Δεν την ξεχνούν, είναι άλλωστε ακόμα ικανή, έστω και στη θύμησή της, να τους σκάσει ένα χαμόγελο.

Κι ας πάμε σ’ εκείνους τους αιφνιδιασμούς. Τότε που το πρόσωπο που τους σημάδεψε εμφανίστηκε απ’ το πουθενά με εκείνο το ταλαιπωρημένο τριαντάφυλλο. Κι ύστερα, όταν τους έκανε έκπληξη στα γενέθλιά τους; Ήταν τότε που βρέθηκαν μόνοι κάπου κοντά στη θάλασσα, με δύο μπουκάλια μπίρες· αρκετά για να μη χάσουν στιγμή απ’ τον έρωτά τους.

Τέλη Αυγούστου, κάτω απ’ την πανσέληνο κάνανε όνειρα κοινά. Κι ύστερα φτάσαμε σ’ εκείνο το ψυχρό ανοιξιάτικο βράδυ, σ’ ένα απόμερο παγκάκι, εκεί που γράφτηκαν οι τίτλοι του τέλους. Και σ’ εκείνο το πρωταπριλιάτικο πρωινό, που σφράγισε την οριστική φυγή τους. Αλήθεια ή ένα κακό πρωταπριλιάτικο αστείο; Το ξάφνιασμα πάντως, φωτεινό ή σκοτεινό, δεν το ξέχασαν.

Λένε πως ό,τι σου θυμίζει τον άνθρωπο που σε σημάδεψε παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη σου, ενώ μπορεί να επιστρέφει απροειδοποίητα τις πιο άκυρες στιγμές. Κάθε μικρή ανάμνηση έχει ακόμη τη δύναμη να ενοχλεί την ηρεμία σου και να ελέγχει τη σκέψη σου.

Αδυνατούν να ξεχάσουν· θυμούνται βλέμματα έντονα, αγγίγματα αισθαντικά, ψιθύρους, ανάσες, χάδια. Όλες εκείνες τις στιγμές εκείνες που τα χέρια ταξίδευαν, τα χαμόγελα αποπλανούσαν, τα κορμιά σπαρταρούσαν. Οι φίλοι θα τους χαρακτηρίσουν ως τους καλύτερους πράκτορες, εν δυνάμει. Να θυμούνται τόση πικάντικη πληροφορία και να μην μπορούν να την αξιοποιήσουν προς όφελος ενός άλλου πονεμένου;

Έχουν, λοιπόν, την ικανότητα να αναβιώνουν καταστάσεις στις οποίες ένιωσαν δυνατά -είτε απλά γιατί πέρασαν από εκείνο το γνώριμο στενάκι ή γιατί άκουσαν νέα για ‘κείνο το πρόσωπο. Παρ’ όλα αυτά, όταν κληθούν να απομνημονεύσουν κάτι σημαντικό, για τα επαγγελματικά τους ή για μια προκείμενη υποχρέωσή τους, η μνήμη τους τούς προδίδει. Κ αυτό είναι κάτι που τους στοιχίζει· σε χρόνο και προσπάθεια, σε άγχος κι ανασφάλεια.

Αν τους μοιάζεις, θα γνωρίζεις από πρώτο χέρι ότι η ικανότητα αυτή της ιδιαίτερα δυνατής συναισθηματικής μνήμης είναι ευχή και κατάρα. Ευχή γιατί μπορείς να αναβιώσεις στιγμές όμορφες, να συνειδητοποιήσεις και να εκτιμήσεις όλα αυτά που ένα πρόσωπο σου πρόσφερε. Μα και κατάρα, όταν οι εικόνες αυτές, που δε λένε να ξεκολλήσουν απ’ το νου σου, σκαλίζουν πληγές ή όταν είναι αντικειμενικά τόσο όμορφες, που σε παγιδεύουν, κάνοντας βαριά τα επόμενα βήματά σου.

Είναι χαοτικό αυτό που συμβαίνει στο κεφάλι τους και δεν αρκεί ένας διακόπτης για να σωπάσει τις σκέψεις που τους βασανίζουν.

Συντάκτης: Βάσω Τεμπέλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη