Κλείνω το παράθυρο και σκέφτομαι αυτό που μόλις είδα. Ένα φορτηγό και μερικούς άντρες να κουβαλάνε έναν καναπέ, κι έπειτα ένα κρεβάτι, και μετά ένα ψυγείο… Το σκηνικό φανερώνει μετακόμιση! Παρατήρησα, όμως, δίπλα δύο μικρά παιδιά να κλαίνε και να αντιδρούν, να αρνούνται να πακετάρουν τα παιχνίδια που κρατούσαν στο χέρι τους και να γκρινιάζουν στη μητέρα τους, αφού δεν καταλαβαίνουν τον λόγο που φεύγουν. «Μα ωραίο δεν ήταν το σπίτι μας; Κι οι φίλοι μας; Γιατί φεύγουμε τότε;» Άντε να εξηγήσεις τους λόγους σε ένα μικρό παιδί.

Σχεδόν όλοι, έστω και μία φορά στη ζωή τους, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους για μια νέα κατοικία, κι οι αιτίες ποικίλλουν. Υπάρχει το ενδεχόμενο να αλλάξεις απλώς γειτονιά, ένα στενό πάνω, ένα κάτω, μικρή η διαφορά -καθόλου επώδυνη αλλαγή, παρά την ταλαιπωρία της διαδικασίας. Εννοείται πως σε μια νεαρή ηλικία, το παιδί δεν είναι τόσο δεμένο συναισθηματικά με το ίδιο το σπίτι (ως χώρο), όσο είναι με τους φίλους του, τα παιδιά απ’ το σχολείο, κάποιο γειτονάκι κλπ. Φοβάται, λοιπόν, ότι η αλλαγή κατοικίας μπορεί να το οδηγήσει σε πιθανή αλλαγή σχολείου –άρα τελείως διαφορετικό περιβάλλον– ή, ακόμα χειρότερα, στο να χάσει τελείως την παρέα του. Εννοείται, φυσικά, ότι κάποιος ανήλικος, πλήρως εξαρτημένος απ’ τους δικούς του, δεν έχει περιθώρια επιλογής, οπότε, ίσως και χωρίς καν να ερωτηθεί, του επιβάλλονται απλά τα νέα δεδομένα κι εκείνος υποχρεούται να συμβιβαστεί.

Δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολο, ειδικά όταν είσαι ακόμα πιτσιρίκι, να καταφέρεις να προσαρμοστείς άμεσα σε έναν καινούριο περίγυρο, μια καινούρια τάξη, μια παρέα φίλων, που θα είναι ήδη διαμορφωμένη. Αποτέλεσμα αυτής της ανασφάλειας, που ακολουθεί την αλλαγή και τα νέα δεδομένα, είναι αρκετές φορές η απομόνωση των παιδιών, έπειτα από μια μετακόμιση. Άλλωστε, παιδί σημαίνει αντίδραση, αν το πιέσεις να μιλήσει για το πώς νιώθει, θα κουλουριαστεί σαν σκαντζόχοιρος και θα ορθώσει αγκάθια.

Φυσικά, κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε κίνησή σου θα καταλήγει σε επίρριψη ευθυνών γι’ αυτήν την απόφαση, παρουσιάζοντάς τα όλα αρνητικά και δυσοίωνα, ασκώντας έναν άτυπο ψυχολογικό πόλεμο. Κι ίσως είναι άδικο, γιατί πιθανόν ούτε εσύ να διασκέδασες τόσο με τη μετακόμιση, ίσως ούτε καν να την διάλεξες, αλλά να αναγκάστηκες να κάνεις αυτό το βήμα, μην έχοντας άλλες εναλλακτικές, όμως τα παιδιά εκφράζονται, κι αυτό θα τα βοηθήσει να αποδεχθούν την κατάσταση, άρα δέξου κάθε γκρίνια. Ένα παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τα παιχνίδια του αφεντικού σου, με τη μείωση μισθού ή (χειρότερα) την απόλυσή σου, ούτε πως τα κοινόχρηστα ήταν ακριβά κι αυτό το ενοίκιο δεν μπορείτε πια να το καλύψετε, κι εννοείται δε θα καταλάβει την απόφασή σας να επιστρέψετε στο χωριό και να εγκαταλείψετε την πόλη για καλύτερη ποιότητα ζωής.

Οι παραπάνω περιπτώσεις ίσως να αποτελούν την έσχατη λύση. Πρόκειται για αναγκαστικές αλλαγές, είτε λόγω δυσχερούς οικονομικής κατάστασης είτε λόγω εργασίας, οπότε αυτόματα δίνουν άλλοθι στους γονείς για την απόφαση να μετακομίσουν, παρόλο που κάτι τέτοιο θα αποσυντόνιζε και θα στεναχωρούσε το παιδί τους. Βέβαια, εννοείται ότι κάποιος μπορεί να θέλει απλά να μετακομίσει σε μια πιο ασφαλή περιοχή -κι αυτό είναι απολύτως κατανοητό, γιατί μεριμνά πάλι για το καλό της οικογένειάς του.

Δεν είναι λίγες, όμως, κι οι περιπτώσεις, που δε συντρέχει κάποιος πιεστικός λόγος, απλά ρουτινιάζουν εύκολα και λατρεύουν τις αλλαγές (έτσι θα μάθουν τον κόσμο, υποστηρίζουν!) ή δυστυχώς δεν έχουν πάρει πολύ στα σοβαρά είτε τον ρόλο τους είτε την ψυχολογία του παιδιού τους. Και σε αυτές τις περιπτώσεις καλό θα ήταν η γνώμη του παιδιού να λαμβάνεται υπόψη.

Η παιδική μας ηλικία είναι αυτό το αγνό λευκό, που κουβαλάμε στην ψυχή μας. Είναι κρίμα να το μουντζουρώνουμε με σκοτεινές αποχρώσεις, όταν μπορούμε να τις αποφύγουμε. Κι είναι ακόμα πιο κρίμα να γίνει γκρι. Το να βιώσει το παιδί σε μικρή ηλικία, μέχρι 5 χρονών, μια αλλαγή περιβάλλοντος, δεν είναι τόσο ακραίο, καθώς τότε μόλις αρχίζει να δημιουργεί αναμνήσεις. Άρα δε θα ‘ναι τόσο επώδυνος ο αποχωρισμός απ’ ό,τι θεωρούσε ως τότε οικείο. Όσο μεγαλώνει, όμως, κι ειδικά πλησιάζοντας προς την εφηβεία, όπου έχει διαμορφώσει τον κύκλο του κι έχει αναπτύξει ανθρώπινες σχέσεις, μια τέτοια αλλαγή γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ωριμάζει, κατανοεί, δένεται με ανθρώπους, με μέρη, με συνήθειες κι έτσι απογοητεύεται και θυμώνει όταν πρέπει να ξεκινήσει πάλι απ’ το μηδέν, πονά όταν αναγκάζεται να αποχαιρετήσει τη ζωή του.

Φαντάσου πόσο δύσκολο είναι για ‘σένα το να βρεθείς σε μια ξένη πόλη, χωρίς να γνωρίζεις κανέναν πέραν της οικογένειάς σου και να πρέπει αμέσως να ενταχθείς σ’ ένα νέο εργασιακό περιβάλλον. Πόσο μάλλον για ένα παιδί, που μάλλον δε ρωτήθηκε καν γι’ αυτή την αλλαγή και στο μυαλουδάκι του καθετί που το δυσφορεί μοιάζει με το τέλος του μικρόκοσμού του.

Το πιο πιθανό είναι να περάσει καιρό μπροστά απ’ την τηλεόραση ή με δύο ακουστικά στα αφτιά, κλειδωμένο στο δωμάτιό του, για να αποφύγει τη συζήτηση και τη συνειδητοποίηση, αφού θα περνά μια μακρά φάση άρνησης. Σταθείτε δίπλα του σε αυτή την αλλαγή, όχι απέναντί του με σταυρωμένα χέρια! Χρειάζεται χρόνο και κατανόηση.

Συντάκτης: Πέννυ Λουπάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη