Υπάρχει ένα πλάσμα στη ζωή σου που αν και δε σας συνδέουν δεσμοί αίματος, το νιώθεις συγγενή σου, πολύ περισσότερο μάλιστα από κάτι ξεχασμένα δεύτερα ξαδέλφια ή κάτι αχώνευτες θείες. Ένας δικός σου «άνθρωπος» που δεν του αρκεί μονάχα ένας ρόλος για να τον προσδιορίσει καθώς θυμίζει κάτι από παιδί, αδερφάκι, σύντροφο και κολλητάρι, όλα αυτά μαζί κι όλα με ένα κοινό γνώρισμα, αγάπη στον απόλυτο βαθμό.

Είναι ο λόγος που ελπίζεις πως αυτός ο κόσμος δεν έχει καταστραφεί τελείως, ο λόγος που ακόμα πιστεύεις στην καλοσύνη και την ανιδιοτέλεια. Ο καλύτερός σου φίλος έχει τέσσερα πόδια και γαβγίζει, είναι ο σκύλος σου. Αν και σπάνια θα τον αποκαλέσεις έτσι, μιας και για σένα είναι πιο άνθρωπος από πολλά δίποδα εκεί έξω.

Δε μιλάει –τουλάχιστον όχι τη γλώσσα σου- κι όμως η επικοινωνία δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα, μάλλον το αντίθετο. Είναι ο καλύτερος ακροατής και γνωρίζει πως όταν δεν είσαι καλά, δε χρειάζεσαι λέξεις, αλλά μερικά χάδια κι ένα κούνημα της ουράς αρκούν για να σου φτιάξουν το κέφι.

Ράτσας ή πρώην αδεσποτάκος, θηλυκό ή αρσενικό, λευκό, καφέ, μαύρο ή εμπριμέ, πέντε ή εικοσιπέντε κιλά, υπάκουο ή τρελαμένο, όλα είναι λεπτομέρειες χωρίς καμία σημασία, γιατί ένας σκύλος σε μαθαίνει να κοιτάζεις την ουσία κι η ουσία βρίσκεται στο συναίσθημα, σε όσα σε κάνει να νιώθεις. Αν οι αγκαλιές είναι φάρμακο, μια αγκαλιά απ’ τον σκύλο σου είναι ασφάλεια κι αγάπη σε ενέσιμη μορφή.

Εσύ θα του μάθεις να προχωράει καμαρωτά στη βόλτα, να μη λερώνει όπου να ‘ναι, να φέρνει την μπάλα του και να περιμένει δίπλα απ’ το λουράκι του όταν ακούει τη μαγική λέξη «βόλτα», μα τα σπουδαιότερα μαθήματα θα στα δώσει εκείνο. Θα σε μάθει να αγαπάς κάποιον πέρα απ’ τον εαυτό σου. Θα δώσει νόημα στις λέξεις «νοιάξιμο», «στοργή», «φροντίδα».

Θα γκρινιάζει για βόλτα όταν το μόνο που θα θες θα ‘ναι να βγάλεις ρίζες στον καναπέ και θα κυκλοφορείς πάντα με σακουλάκια σε τσάντες και σακάκια για να μαζεύεις τις ακαθαρσίες του. Θα είσαι πάντα ντυμένος στην τρίχα, κυριολεκτικά κι αν στην αρχή ξόδευες ένα μισθό σε ρολά και βούρτσες που αφαιρούν το χνούδι, από ένα σημείο και μετά απλώς θα αδιαφορείς.

Θα τον παίρνει ο ύπνος οπουδήποτε πάνω σου κι εσύ θα τον χαζεύεις και φυσικά είναι κανόνας πως δε θα πρέπει να κουνηθείς για να μην ξυπνήσει ενώ θα αφήνει μοσχομυριστά αέρια και θα ροχαλίζει κι εσύ θα αναρωτιέσαι πώς βγαίνει τέτοια μπόχα και τόση φασαρία από ένα τέτοιο πλασματάκι.

Θα κλέβει τις κάλτσες σου, θα μασήσει καμιά σαγιονάρα για το καλό και θα αναρωτηθείς αν πήρες χάμστερ όταν ροκανίζει τα καλώδια. Θα διαλύει κάθε νέο παιχνίδι σε χρόνο dt κι εσύ θα μαζεύεις κλωστές και πλαστικά.

Θα κολλάει συνεχώς δίπλα σου σαν μην υπάρχει άλλος χώρος σε ολόκληρο το σπίτι, θα σε προκαλεί να παίξετε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, θα είναι η αιτία που θα ανακαλύπτεις συνεχώς νέα γελοία υποκοριστικά, θα καμαρώνεις σε κάθε κατόρθωμα και θα λύνεσαι στα γέλια σε κάθε αγαρμποσύνη του, θα θυμώνεις μα θα χαμογελάς σε κάθε αταξία του.

Θα ζητιανεύει πάντα απ’ το φαΐ σου –όπως και των καλεσμένων σου– λες κι έχεις να τον ταΐσεις κάνα χρόνο και θα φοβάσαι πως θα πνιγείς στη επόμενη μπουκιά απ’ το επίμονο βλέμμα του. Θα πανηγυρίζει σαν να κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ κάθε φορά που θα του δίνεις λιχουδιά.

Μα θα ξαπλώνει και θα ξυπνάει μαζί σου, θα κάνει παρκούρ απ’ τη χαρά του σε όλα τα έπιπλα κάθε φορά που θα γυρνάς σπίτι –κι ας έλειψες μόνο πέντε λεπτά–, θα σκουπίζει τα δάκρυά σου με φιλιά όταν κλαις, θα μαραζώνει όταν μαραζώνεις, θα δίνει ρυθμό με κάθε κούνημα της ουράς του και θα καρφιτσώνει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου κάθε φορά που η γλώσσα του θα κάνει βόλτες πάνω σου. Θα λιώνεις σε κάθε παραπονιάρικο βλέμμα του και θα τρέμεις μην πάθει κάτι.

Μη χτυπήσει, μην αρρωστήσει. Στα μάτια σου θα είναι εύθραυστος γιατί ξέρεις πως δε θα τον έχεις μαζί σου για πάντα. Γι’ αυτόν το λόγο αυτό το δικό σας «για πάντα» θες να κρατήσεις όσο περισσότερο γίνεται και να είναι όσο πιο όμορφο γίνεται. Γιατί για σένα είναι απ’ τα πιο όμορφα κομμάτια σου και για ‘κείνον είσαι η ζωή του.

Δεν είναι σαν συγγενής σου, είναι οικογένειά σου. Ο καλύτερός σου φίλος, ο ορισμός της αγάπης, αυτής που παίρνεις κι αυτής που δίνεις, της απόλυτης, της ειλικρινούς, της ανιδιοτελούς, της αγάπης που δεν έχει όρια. Κάθε μέρα θα ξυπνάς και θα τον αγαπάς πιο πολύ και πάντα θα αναρωτιέσαι: «μα γίνεται πιο πολύ;».

 

Αφιερωμένο στον δικό μου τετράποδο ανθρωπάκο, στον Νοέλ.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη