Η τρέλα η νησιώτικη είναι γνωστή κι έτσι, του λόγου μου, με τέτοια που κουβαλάω, δε θα μπορούσα παρά να ‘μαι, διπλονησιώτισσα κατ’ ακρίβεια, αφού μάνα και πατέρας με βρέχουν κι απ’ τα δύο πέλαγα. Θα σταθώ, όμως, σε ‘κείνο του πατέρα κι ακόμα πιο συγκεκριμένα σε ‘κείνο το νησί που δε μ’ άφησε άλλη επιλογή απ’ το να το βαφτίσω «σπίτι».

Να κάνω τις συστάσεις. Χίος, το όνομά της κι έχεις πολλούς λόγους να την ξέρεις, έστω κι ακουστά, αν δεν της έκανες ακόμα την τιμή να σε φιλοξενήσει. Μαστίχα, λαλάδες, εσπεριδοειδή, ούζο, μεσαιωνικά χωριά, ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ακτές βοτσαλωτές κι αμμώδεις, νερά σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε, αυθεντικοί άνθρωποι, ντοπιολαλιά, λωλοί κι ούριοι, ένα «δ» που δεν το πολυθέλει στο αλφάβητό της και σαν τη Χίο εν έχει!

Βλέπεις, δε σου δίνει την πληροφορία στο πιάτο, πρέπει να την ανακαλύψεις μόνος σου. Καφέ σε κρυμμένους κήπους, κοκτέιλ σε στοές, παραδοσιακά καφενεία στο Κάστρο της και στεναδάκια που κουβαλούν μνήμες από άλλους καιρούς θα σε πείσουν πως είσαι σε ένα νησί κάπως αλλιώτικο απ’ τα άλλα.

Αν ψάχνεις βαβούρα, πες το κι έγινε. Beach bars, μπιρόλουτρα, βραδινές τσάρκες στην Προκυμαία που τα υποβρύχια διαδέχονται τους (πολύ) πρωινούς λουκουμάδες. Γιατί στο νησί δεν παίζει βραδινή έξοδος που τιμά την ύπαρξή της αν δε σε βρει με γυαλιά ηλίου να αγναντεύεις την ανατολή. Και γιατί όχι; Ίσως σε πετύχει με τη μισοτελειωμένη βότκα στο ένα χέρι και καφέ σε πλαστικό στο άλλο να πηγαίνεις για μια βουτιά με φίλους το ίδιο τρελούς με σένα.

Όσο για χαρακτήρα και ταυτότητα, άλλο τίποτα. Στα μεσαιωνικά πετρόκτιστα Μεστά και στους Ολύμπους –με το σπήλαιό τους– θα μεταφερθείς νοητά σε μιαν άλλη εποχή. Θα περπατήσεις σε μικρά στενά δρομάκια, θα χαζέψεις τις καμάρες και θα χαθείς στους λαβύρινθους, που σχεδιάστηκαν για να ταλαιπωρούν τους πειρατές και κατέληξαν να μαγεύουν εσένα. Θα φας λουκουμάδες γλυκούς κι αλμυρούς, παγωτό κι ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σου και θα πιεις κρύα μανταρινάδα ή μια μαστίχα υποβρύχιο στην πλατεία του χωριού.

Στο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικά Πυργί θα ποζάρεις μπροστά από ασπρόμαυρους τοίχους, με διάφορα γεωμετρικά μοτίβα σκαλισμένα στο χέρι. Το άσπρο-μαύρο του τοπίου, ανάμεσα σε τρίγωνα, τετράγωνα και ρόμβους σπάνε τα κρεμασμένα σε σχήμα κολιέ κατακόκκινα άνυδρα ντοματάκια.

Στον Ανάβατο θα συναντήσεις ένα χωριό-φάντασμα, χτισμένο σε έναν απότομο λόφο με απόκρημνες πλαγιές. Μπορεί ουσιαστικά να μην έχει ζωή τώρα πια, αφού είναι εγκαταλειμμένο, αλλά μια βόλτα στα στενά του θα σε ταξιδέψει στο χρόνο, σε πειρατικές επιδρομές και ζωές που δεν έζησες ποτέ.

Στον Κάμπο θα κάνεις ποδηλατάδα ανάμεσα σε περιβόλια –γεμάτα λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές– και παλιά αρχοντικά, με ψηλούς τοίχους από θυμιανούσικη πέτρα και χρωματιστές πόρτες, ανθισμένους κήπους και μαγγάνους. Κι αυτές τις μυρωδιές θα τις κρατήσεις στη μνήμη σου για χρόνια, αφού η Χίος τιμά το χαρακτηρισμό της, μυροβόλος.

Κι όταν αποφασίσεις να πας για μπάνιο, απλά δε θα ξέρεις ποια παραλία να διαλέξεις. Η κοντινή και παγωμένη Αγία Φωτιά, οι Γλάροι με τα καταπράσινα νερά, τα μοναδικά ηφαιστειογενή Μαύρα Βόλια –με τοπίο που κόβει την ανάσα, βραχώδες και βοτσαλωτό, με δύο παραλίες και βαθιά μπλε νερά–, ίσως να ‘ναι το καμάρι μας, αν και δύσκολα μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε απ’ την απομονωμένη Αγία Δύναμη, με τα τιρκουάζ νερά και τη λευκή άμμο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από Καραϊβική κι ακόμη τα Βρουλίδια, η Αποθήκα, τα Κάτω Φανά, το Τηγάνι, ο Γιόσωνας, η Ελίντα, η κοσμική Κώμη, ο Ναγός, η Αγία Μαρκέλλα ­–με το μοναστήρι της– κι ακόμη τόσες σε προσκαλούν –και σε προκαλούν– να τις γνωρίσεις. Πολυσύχναστες κι οργανωμένες ή κρυφές κι απόμερες, όλες το ίδιο εντυπωσιακές.

Οι βουτιές ανοίγουν τα μάτια και την όρεξη και δεν υπάρχει καλύτερο τελείωμα για μια γλυκά εξαντλητική μέρα στη θάλασσα από ένα ταβερνάκι, ιδανικά απ’ αυτά που ξέρουν λίγοι. Ούζο ή παγωμένη χιώτικη μπίρα, παραδοσιακό ψητό μαστέλο, μια χωριάτικη με κάππαρη και κρίταμο, ψάρια και θαλασσινά και τα ‘χεις όλα. Στο λιμανάκι της Λαγκάδας ή στη Λεωφόρο Αιγαίου, στο κέντρο, θα μεθύσεις από γεύσεις, αρώματα και λικέρ μαστίχα -για την επίγευση και τη χώνεψη.

Ηλιοβασίλεμα στα Αυγώνυμα, εκδρομή στα Μαστιχοχώρια κι επίσκεψη στο μουσείο της μαστίχας, ξενύχτια σε πανηγύρια, εκεί όπου όλοι γίνονται μια μεγάλη παρέα κι επιβεβαιώνουν πως «όταν χαράζει στο Αιγαίο είναι όμορφα, σου λέω», περίπατοι στο λιμάνι, με στάση για άραγμα στον κόκκινο φάρο με καλαμπόκι στο χέρι και μαλλί της γριάς, μπίρες στην απλωταριά. Κάπου κοντά ή μακριά, εδώ τα μικρά ντύνονται με γέλια κι αυθεντικές στιγμές και γίνονται μεγάλα.

Χίλιες λέξεις, σίγουρα, δε χωράνε την ιστορία, τα μνημεία και τους ανθρώπους ενός τόπου. Μα δεν είναι γι’ αυτά που τον ονομάζουμε αγαπημένο προορισμό. Είναι για τα μικρά που χαιρόμαστε να ξαναζούμε όταν είμαστε εκεί και νοσταλγούμε όταν είμαστε μακριά του, για τις εικόνες που σκάει στο μυαλό το άκουσμα του ονόματός του, για το χαμόγελο που σχηματίζεται αυθόρμητα όταν κάτι ή κάποιος μας θυμίσει τον τόπο μας.

Όσα κι αν βρεις, όμως, σε ταξιδιωτικούς οδηγούς κι αφιερώματα, ο επισκέπτης θα την αγαπήσει για τους ίδιους λόγους που τη λάτρεψε κι ο ντόπιος. Για τις αισθήσεις, τους ανθρώπους, τις γεύσεις, τα αρώματα, τα χαμόγελα στα μάτια, τις μνήμες, την οικειότητα, τις γραφικές μαυροφορεμένες γιαγιάδες στις πλατείες των χωριών –που έχουν πάντα ένα χαμόγελο κι ένα γλυκό του κουταλιού να σε φιλέψουν–, τις παλιές τηλεοράσεις στα μπαλκόνια και τις πλαστικές καρέκλες στις γειτονιές του κέντρου για κουβέντα με φέτα και καρπούζι. Για όλα αυτά που δεν μπαίνουν σε μια κάρτα μνήμης, δεν αποτυπώνονται σε μια φωτογραφία, δε χωράνε σε μια βαλίτσα, μα γίνονται αναμνήσεις στο φάκελο του νου με τίτλο: «αγαπημένα καλοκαίρια».

Κι αν οι Χιώτες –που πάμε δυο-δυο, άρα και τα χαμόγελά μας πάνε δυο-δυο– καμιά φορά, την κακολογούμε μεταξύ μας, σαν κακομαθημένα παιδιά που τους αρέσει να γκρινιάζουν για ό,τι αγαπούν πιο πολύ, στους τρίτους λέμε πάντα την αλήθεια, πως όπου και να πάμε πάντα εδώ θα γυρίζουμε, αφού το σπίτι μας είναι το ομορφότερο.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη