Ξεκινάει μια σκατένια μέρα. Ξέρεις, από εκείνες που φαίνονται ότι θα πάνε χάλια με το που ανοίξεις το μάτι σου, πριν ακόμα κατεβάσεις τα πόδια απ΄ το κρεβάτι. Έχει τελειώσει ο καφές και δεν το πήρες χαμπάρι, δε βρίσκεις το πουκάμισο που θες να φορέσεις, σκάει το λάστιχο του αυτοκινήτου, αργείς να πας στη δουλειά, τσακώνεσαι με τους συναδέλφους, θες κι άλλα;

Δεν υπάρχει σωτηρία, μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση. Εκείνος που έχει κάψει όλα τα εγκεφαλικά σου κύτταρα, που η σκέψη σου για εκείνον δε χωράει σε εικοσιτέσσερις ώρες. Εκείνος που μόλις εμφανιστεί θα ξεχάσεις τα πάντα, θα εξαφανιστούν όλοι απ’ το σκηνικό, θα σκάσεις το καλύτερό σου χαμόγελο. Τα μάτια σου θα φωτίσουν, θα πετάξουν σπίθες και στην καρδιά σου θα βαράνε νταούλια.

Πώς το είχε πει η Μαλβίνα; «Χίλιοι άνθρωποι μέσα στο μπαρ και είναι άδειο. Κανένας. Μπαίνει ο έρωτάς σου, τότε μόνο χίλιοι ένας. Οι χίλιοι απλώς κομπάρσοι». Γιατί μόνος ένας έχει αυτές τις μαγικές ικανότητες. Μόνο ένας γνωρίζει τι χρειάζεσαι και πώς το θες. Και απ’ τα δικά του χέρια το εκτιμάς. Όλα τα άλλα είναι απλώς μεσοβέζικες διευθετήσεις κι ημίμετρα.

Λες και ξέρει πόσο χάλια ήταν η μέρα σου κι ως από μηχανής θεός έρχεται για να τα βάλει όλα στη θέση τους, να αρχίσουν να λειτουργούν ξανά. Να σε φροντίσει, να σε νοιαστεί, να νιώσεις και πάλι αυτή τη γλυκιά, ερωτική αδυναμία για να μπορέσει να παίξει ο καθένας το ρόλο του. Ακόμα κι αν δεν βρεθείτε δια ζώσης, ένα μήνυμα, ένα τηλεφώνημά του είναι αρκετό για να επαναφέρει την αρρωστημένη σου ισορροπία που εξαρτάται κατά αποκλειστικότητα από εκείνον. Αρρωστημένη μεν, απολύτως κατανοητή δε.

Είναι καλά; Είσαι καλά. Έτσι πάει. Κι ακόμα κι αν περνάμε χρόνια προσπαθώντας να μάθουμε να είμαστε αυτάρκεις, να τα βγάζουμε πέρα μόνοι, ακόμα και στα χοντρά λούκια, να μην εξαρτιόμαστε από ανθρώπους κι υλικά, με το δεύτερο κάπως προσαρμοζόμαστε, όμως όταν κι όπου παρέμβει ο έρωτας δε γίνεται να ακολουθήσουμε κανένα μπούσουλα. Στη θεωρία είκοσι, στην πράξη μηδέν.

Η πιο ισχυρή ντόπα είναι ο έρωτάς σου. Αποδέξου το, απόλαυσέ το και μην προσπαθήσεις να το αλλάξεις. Το φάρμακο, η θρησκεία, ο ναός σου. Εκεί που θα επιστρέφεις στα δύσκολα και στ’ άλυτα. Και κάτι τέτοιες σκατένιες, μαύρες μέρες ξέρεις πού θα βρεις τη λύση.

Και τις περισσότερες φορές δε χρειάζεται ούτε να κουνήσει το δαχτυλάκι του.  Αρκεί να σου ρίξει το εκείνο το βλέμμα αυτό που μεταφράζεται με χίλιες λέξεις κι άλλες τόσες πράξεις: τώρα είμαι εγώ εδώ, τώρα όλα θα πάνε καλά.

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου