Όταν γεννιόμαστε είμαστε απλώς ένα κομμάτι σφουγγαροειδούς πηλού και γινόμαστε ό,τι μας πλάθουν τα χέρια του περίγυρου και της κοινωνίας. Για πολλά χρόνια υπήρξα επιφανειακή, ντυμένη με τα κατακάθια της άγνοιας, μεγαλωμένη σε μία ομοφοβική φωλιά, αλύγιστη, στάσιμη, στεγνή κι ανώριμη. Έκραζα τις «αντρωτές λεσβίες», τους «κουνιστούς γκέι», γελούσα με τα βλέμματά τους, τα περίεργα ρούχα τους, καθόμουν στο τειχάκι του χάρτινού μου πύργου και τους έδειχνα με το δάχτυλο χωρίς ίχνος ντροπής κι αμφιβολίας.

Ώσπου ένας νέος γλύπτης ήρθε στο προσκήνιο και άρχισε να αλλάζει τη σκατένια μου μορφή, κόβοντας και πετώντας τα περιττά εξογκώματα, κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πως είχα προδώσει τον ίδιο μου τον εαυτό, πως η υποκρισία είχε φυτρώσει μέσα μου. Όχι μόνο δεν ήμουν ομοφοβική και ρατσίστρια στη βάση, μα δεν ελκυόμουν από το φύλο, αλλά από τον άνθρωπο και το εκάστοτε μυαλό.

Αρχικά, τα λόγια του γλύπτη για την κοινωνία που φοβόταν κι εξόριζε το διαφορετικό έβγαζαν βαθιά συναισθηματική λογική και συμπόνια χύθηκε μέσα μου. Γιατί το μη κοινό έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ανώμαλο; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να υποστούν βρισιές, ξυλοδαρμούς και τον στιγματισμό από τον περίγυρο; Γιατί δεν υπήρχε κάποιος να κάνει κάτι; Γιατί δεν αντιδρούσε κανένας; Ο θυμός μου είχε φτάσει στα άκρα και οι καβγάδες δεν είχαν τελειωμό. Τα όπλα στα χέρια και βουτιά στη μάχη με το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου και ο λαιμός μου να κλείνει από τις φωνές.

Ώσπου μία νέα συνειδητοποίηση με χτύπησε· γιατί τους λυπόμουν; Δεν ήταν άρρωστοι, αδύναμοι ή ευάλωτοι. Μπορεί να βρίσκονταν εύκολα στο στόχαστρο της κριτικής, μα αυτό δεν τους έκανε τρωτούς. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν η αποδοχή, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν φυσιολογικές ζωές, να μη φοβούνται να φιλήσουν το ταίρι τους δημόσια, να μπορούν να συζούν, να παντρεύονται, να έχουν οικογένειες και παιδιά. Και σ’ αυτό μπορούσα να βοηθήσω. Ήταν φυσιολογικοί καθημερινοί άνθρωποι κι έτσι θα τους αντίκριζα τόσο στα δικά τους μάτια όσο και στης κοινωνίας κι όποιος είχε αντίρρηση, ας τραβούσε τον δρόμο του. Οι τσακωμοί κι οι υστερίες έδειχναν απλώς ότι δεν ήμουν εντελώς σίγουρη και ασφαλής με όσα νέα πράγματα είχα ανακαλύψει.

Η ημέρα που από τη θεωρία του «Είμαι ανοιχτή· αν μ’ ελκύσει κάποιος, δε με νοιάζει αν είναι γυναίκα ή άντρας» έφτασα στην ίδια την εμπειρία, δε νομίζω πως θα γλιστρήσει ποτέ από τη μνήμη μου – όχι γιατί συνέβη κάτι εξωπραγματικό στην πράξη, όσο εσωτερικά. Συνάντησα ένα ζευγάρι μαύρα μάτια με μακριές βλεφαρίδες που είχε εστιάσει στο πρόσωπό μου. Το βλέμμα ήταν ευγενικό, γλυκό, τρυφερό και στην κυριολεξία έχασα ένα χτύπο. Είχε μακριά σκούρα μαλλιά, μικρά σαρκώδη χείλια και σχετικά λεπτοκαμωμένη φιγούρα. Ήταν όμορφη.

Όχι τόσο όμορφη όσο εκείνο το βλέμμα όμως· με ακινητοποίησε. Ένιωθα παγωμένη την ίδια στιγμή που το στομάχι μου ταράχτηκε κι ήθελε να αρχίσω να τρέχω πέρα δώθε. Χαμογέλασε και κατέβασε στιγμιαία τα μάτια της, αφήνοντάς μου λίγο χρόνο να αναπνεύσω από τον ξαφνικό καταιγισμό συναισθημάτων. Μου άρεσε. Για πρώτη φορά, μου άρεσε πραγματικά μια κοπέλα. Θέλησα να ξαναδώ το χαμόγελό της και να συναντήσω το βλέμμα της. Συνέβη και ο ίδιος κύκλος εσωτερικών αντιδράσεων επανήλθε, αφήνοντάς με πιο ταραγμένη απ’ όσο ήθελα να φανεί. Χαμογέλασα πίσω με την άκρη των χειλιών μου να τρέμει από το άγχος της στιγμής, της ανασφάλειας, του νέου και ήμουν σίγουρη ότι φαινόμουν γελοία.

Δεν την ξαναείδα ποτέ, όμως, ξαφνικά ο κόσμος άρχισε να αλλάζει μπροστά στα μάτια μου. Οι αισθήσεις μεταμορφώθηκαν σε νέα χρώματα, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές. Βρέθηκα να περπατάω σ’ έναν κόσμο τόσο αλλιώτικο που για λίγο μου έπαιρνε την ανάσα.  Όλοι οι άνθρωποι ήταν όμορφοι, κάθε σώμα ήταν έμπνευση, κάθε μυαλό υποψήφιο για αναζήτηση, οι επιλογές ατελείωτες, οι πιθανότητες φανταστικές και τα πόδια μου έτρεμαν. Έτσι είμαστε όλοι στις νέες αρχές· φοβισμένοι κι ανυπόμονοι την ίδια στιγμή κι αυτό είναι πιο αποσυντονιστικό από πολλά πράγματα.

Το θέμα είναι ότι τώρα, καιρό μετά από εκείνη την ημέρα, είμαι καλά. Είμαι ήρεμη και ειρηνεμένη με τον κόσμο, με εμένα και με εμένα μέσα στον κόσμο. Άλλωστε αλλάζει, βλέπει, συνηθίζει, δέχεται κι έπειτα αποδέχεται. Η κατάκριση είναι για εκείνους που δε νιώθουν καλά με τον εαυτό τους κι ίσως έχουμε αρχίσει να το αντιλαμβανόμαστε. Η συμβουλή από την εμπειρία μου είναι να ρίξουμε την απολυτότητα στα σκουπίδια, να είμαστε ανοιχτοί και να ακούμε. Θα βρεθούμε σε στιγμές πανέμορφες που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα ζούσαμε.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά