Μέσα σε μια οικογένεια υπάρχουν πάντα τα θέματα ταμπού, αυτά τα πράγματα τα οποία δεν τολμάς να ρωτήσεις, αυτά τα θέματα που καίνε όταν θα τα φέρεις ως αντικείμενο συζήτησης ή ακόμα κι αυτά για τα οποία μπορεί ν’ αδιαφορείς, να μη θεωρείς τόσο σημαντικά να μην περνάνε καν από το μυαλό σου πως μπορείς να κουβεντιάσεις. Θεωρούμε τους δικούς μας ανθρώπους, βιβλία ανοιχτά, είτε όσον αφορά παιδιά με γονείς, είτε όσον αφορά τ’ αδέρφια μεταξύ τους και μένουμε σε ό,τι μας λένε, ή σε ότι ζούμε μαζί τους εμπειρικά.

Συχνά έχουμε τους συγγενείς μας στο μυαλό μας ως ανθρώπους δεδομένους- άλλωστε, υπήρχαν από πάντα στη ζωή μας κι αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Αποτελούν μια σταθερά, την οποία πολλές φορές αντιμετωπίζουμε λανθασμένα, γιατί δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να τους γνωρίσουμε, να τους μάθουμε καλύτερα, να δούμε πέρα από το προφανές τους. Όταν βγαίνεις ένα ραντεβού, από την άλλη, όταν ξεκινάς να γνωρίζεις έναν καινούργιο άνθρωπο, καίγεσαι να τον μάθεις, ν’ ανακαλύψεις τις εμπειρίες του, τα βιώματά του, τις σκέψεις του, τους προβληματισμούς του. Έχεις μια διαρκή αγωνία να ξεφυλλίσεις τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί σου. Αισθάνεσαι πως αν δεν τον μάθεις αρκετά καλά, τότε κι η μεταξύ σας σχέση δε θα μπορέσει να λειτουργήσει.

Για ποιον λόγο όμως αυτή την αγωνία δεν την έχουμε και με τους δικούς μας ανθρώπους; Γιατί δεν μπήκαμε ποτέ στη διαδικασία ν’ ανοίξουμε μία συζήτηση με ερωτήσεις όπως «ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;», «Ποιοι είναι οι φόβοι σου;», «πώς θα ήταν η ιδανική σου μέρα;» ή «γιατί χώρισες με τον πρώτο σου έρωτα;». Θεωρούμε πως όλα αυτά ήδη τα ξέρουμε, ήδη τα έχουμε κατακτήσει. Δυστυχώς όμως, υπάρχει μεγάλη αποξένωση μέσα στις οικογένειες. Σκέψου το σαν παιχνίδι. Κάθεσαι απέναντι με τ’ αδέρφια σου, με τους γονείς σου, με τις κόρες ή τους γιους και φτιάχνεις μια λίστα από ερωτήσεις. Ίσως τα πράγματα που θα δεχτείς ως απαντήσεις να σε εκπλήξουν, ίσως να σε χαροποιήσουν ή και να σε στεναχωρήσουν. Το σίγουρο είναι πως θα βγουν στην επιφάνεια δεδομένα τα οποία δε γνώριζες και μέσα απ’ αυτά η σχέση θα γίνει πιο δυνατή.

Αν κι εμείς οι ίδιοι, ως παιδιά με τους γονείς μας, μπαίναμε σ’ αυτή τη διαδικασία, πόσο διαφορετική θα ήταν η σχέση μας; Είναι τρομακτικό και μπορεί όλα αυτά που θα μαθαίναμε να μας άλλαζαν τον τρόπο που βλέπουμε τον γονιό μας. Σίγουρα όμως δε θα ήταν για κακό. Ίσως να δικαιολογούσαμε κάποια πράγματα στη συμπεριφορά του, πολύ πιθανόν να ταυτιζόμασταν μαζί του, μα σίγουρα θα αποτελούσε την αρχή για να τον γνωρίσουμε περισσότερο. Οι γονείς δεν είναι μόνο αυτοί που μας έφεραν στη ζωή, που υπάρχουν για να μας κατακρίνουν ή να μας συμβουλεύουν και να μας δυσκολεύουν σε κάθε βήμα μας. Είναι κι εκείνοι άνθρωποι, υπήρξαν κι αυτοί νέοι όπως κι εμείς, έκαναν σωστές και λανθασμένες επιλογές, πήραν διάφορους δρόμους που τους έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Εμείς τους γνωρίζουμε ως συγκεκριμένες οντότητες κι αγνοούμε όλα εκείνα που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν τραύματα, να γεννήσουν πιο βαθιά κατανόηση, που θα φέρουν μια διαφορετικού τύπου ταύτιση.

Σκέψου όλα αυτά τα πράγματα που θα πεις ενδεχομένως κάποια στιγμή στον ψυχοθεραπευτή σου να τα μοιραστείς πρώτα με την οικογένειά σου. Σίγουρα δε θα μείνουν χωρίς δουλειά οι ψυχολόγοι, ούτε μπορείς να μοιραστείς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ίσως να μην καταφέρεις να λύσεις τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα, μπορείς όμως να κάνεις την ημέρα των δικών σου ανθρώπων λίγο καλύτερη και λίγο πιο φωτεινή. Ίσως να μπεις στη διαδικασία να βοηθήσεις τα άτομα με τα οποία μοιράζεσαι, όχι μόνο το ίδιο σπίτι, αλλά και το ίδιο αίμα. Μπορείς να βάλεις το λιθαράκι σου για να έχουν πάντα στο μυαλό τους πως υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα τους, που τους νοιάζεται κι ενδιαφέρεται πραγματικά για το ποιοι είναι πέρα από τους τίτλους τους. Που ρωτάνε, όχι για να ελέγξουν ή για να έχουν ένα όπλο χειρισμού στα χέρια τους, ούτε επειδή φοβούνται, μα γιατί απλώς ενδιαφέρονται. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, να συστηθείς ξανά μ’ αυτούς που θεωρείς πως είναι δεδομένο ότι ξέρεις καλά, απλώς και μόνο επειδή γνωρίζεστε από την ημέρα που γεννήθηκες.

Συντάκτης: Αλίκη Ζωγράφου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου