Τι να πεις όταν χωρίζουν δυο άνθρωποι. Χωρούν τα συναισθήματα σε λέξεις; Λίγα δάκρυα, κάτι ποτά, μερικά «φταίμε κι οι δυο» κι ύστερα πόνος, μίσος κι η εκδίκηση φλερτάρει τη σκέψη.

Ποτέ δεν τους κατάλαβα αυτούς, που όταν χωρίζουν, εύχονται τα χειρότερα στον άλλον. Σχεδόν παρακαλάνε τη μοίρα να τιμωρήσει τους «αχάριστους», που δεν εκτίμησαν, και να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Εύχονται να πονέσει ο πρώην και χαίρονται όταν μαθαίνουν, πως δεν είναι καλά. Αν ήταν στο χέρι τους, θα έδιναν το χαριστικό χτύπημα με μεγάλη ευχαρίστηση.

Αυτό περιμένεις από μένα;

Να θάψω όλες τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε κι επειδή δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα θέλαμε, να περιμένω τη διαπόμπευση σου, για να πω «τα ʼλεγα εγώ;».

Κι αν φας τα μούτρα σου, τι θ’ αλλάξει; Θα έχει κάποιο σοβαρό αντίκτυπο στη δική μου ζωή; Θα ικανοποιήσω μόνο τον εγωισμό μου. Αυτό μόνο. Τίποτα παραπάνω.

Δεν αξίζει να χωρίσουμε έτσι εμείς οι δυο, όποιος κι αν υπήρξε τελικά ο λόγος. Γιατί σ’ αυτή τη σκακιέρα κάποτε ήμουν βασιλιάς κι εσύ είχες το ρόλο του πύργου. Σε κρίσιμες στιγμές έκανες το «ροκέ», μπαίνοντας μπροστά, χωρίς να υπολογίσεις συνέπειες. Κι αν με τον τρόπο μου σε κούρασα και πήρες την απόφαση να φύγεις, μη σκεφτείς πως σε βλέπω σαν αντίπαλο. Δεν άλλαξες στρατόπεδο. Σκακιέρα άλλαξες.

Έτσι είναι ο έρωτας˙ φεύγει πάντα ετεροχρονισμένα. Ο ένας, αναγκαστικά, θα πονέσει πιο πολύ.

Όμως πριν βυθιστούμε στο τέλμα, προλάβαμε και ζήσαμε στιγμές ανεπανάληπτες. Βόλτες με τη μηχανή ως αργά και μεταμεσονύχτιους μαραθώνιους στον καναπέ, βλέποντας ξένες σειρές. Μεσημεριανούς καφέδες κι ατελείωτες ώρες σε τσατ και τηλέφωνο.

Ύστερα κάπου στράβωσε η κατάσταση. Ίσως να ήμουν κι εγώ πιο αδιάφορος απʼ ό,τι άντεχες. Πνίγηκα μέσα στο άγχος της δουλειάς, σʼ έβαλα δεύτερη επιλογή και περνούσα λιγότερο χρόνο μαζί σου. Πάτησα τις υποσχέσεις μου και τελικά σʼ άφησα μόνη τις στιγμές που μʼ είχες περισσότερο ανάγκη. Χάιδευα φευγαλέα το μάγουλό σου και ξάπλωνα δίπλα σου, πιστεύοντας πως όλα είναι καλά.

Τίποτα δεν ήταν όμως. Γιατί σʼ έκανα να χάσεις ένα-ένα όλα σου τα χαμόγελα, εφτά στο σύνολο, ένα για κάθε περίσταση. Νόμιζες στʼ αλήθεια πως δεν τα είχα προσέξει;

Να θυμάσαι πως σ’ αγαπώ για όσα ζήσαμε και δε θα σε κατηγορήσω για όσα δεν μπόρεσες να είσαι. Αν σε μισούσα κι αν ευχόμουν να δυστυχήσεις μακριά μου, θα ήμουν το λιγότερο ψεύτης και θα σήμαινε πως το μόνο που έκανα τόσο καιρό, ήταν να σου πουλάω παραμύθι.

Ένας άνθρωπος που υπήρξε στʼ αλήθεια ερωτευμένος, δε θα σου πετάξει μια κατάρα κι ένα «άντε γεια», όταν αποφασίσετε να περάσετε την πόρτα του χωρισμού ανεπιστρεπτί. Θα σε πάρει αγκαλιά, θα σε φιλήσει μία ακόμα φορά και θʼ αποχωρήσει, όσο κι αν νιώθει το ρόλο κόντρα.

Δε θέλω να πονάς ούτε λεπτό κι ούτε θα μετανιώσω για όσα περάσαμε μαζί. Φτάνει μόνο να σε βλέπω να γελάς. Κι αν βρεθούμε σʼ άλλες σχέσεις θα ξέρουμε πως, μεταξύ μας, δεν κρατάμε κακία. Μη με αναφέρεις ποτέ και μη δώσεις δικαίωμα σε κανέναν να κατακρίνει αυτό που είχαμε.

Πήγαινε τον άλλον στα στέκια μας και δείξε του πως έχεις γούστο. Δείξε του την καντίνα που τρώγαμε τα χαράματα. Πες πως τη βρήκες με φίλους. Μη χαλάσεις τη στιγμή. Δε θα το ήθελε ούτε αυτός.

Τώρα που καλοκαίριασε, πες του να πάτε διακοπές εκεί που κανονίζαμε και δεν τα καταφέραμε. Στο ξαναλέω, εμένα μου φτάνει να είσαι καλά. Καμιά ανωτερότητα, καμιά υποκρισία. Στο διάολο τα δήθεν κι ο καθωσπρεπισμός.

Περνάει ο καιρός κι όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως δεν αξίζει ν’ αναλώνεσαι σε μικροπρέπειες. Δεν μου έμεινες απωθημένο, γιατί ζήσαμε αυτό που θέλαμε και συνειδητά επιλέξαμε να μην είμαστε μαζί με τις πράξεις μας.

Ξεκόλλα, γαμώτο. Το ίδιο κάνω κι εγώ, όταν περνώ απ’ τα μέρη μας. Αθόρυβα έρχεσαι στο μυαλό, μα δεν παλεύω να σε διώξω. Αντιθέτως χαμογελώ κι αναπολώ όλα τα όμορφα. Τα άσχημα ήταν λίγα και δεν υπάρχει λόγος να τα αναλύω. Ξέρω πως κατά βάθος αυτό θέλεις κι εσύ.

Όπως και να ʼχει τώρα τελείωσε. Μη νιώθεις τύψεις για τίποτα.

Απλά χαμογέλα κι αυτό μου είναι αρκετό.

Συντάκτης: Γιάννης Καλαμπούκας