«Υπεκφεύγω» σημαίνει «αποφεύγω». «Υπεκφεύγω» σημαίνει πως ψάχνω ένα σωρό φθηνές απομιμήσεις του ίδιου ψέματος που προσπαθεί να ρίξει τη σκόνη του πάνω σε μία καθαρή αλήθεια, μήπως και καταφέρει να την θολώσει. Υπεκφυγή σημαίνει δειλία. Κι αν μπορεί, ας με πείσει κάποιος για το αντίθετο.

Μια ζωή όλο δικαιολογίες κι υπεκφυγές. Έχουμε χαθεί μέσα σε αυτές. Πόσο οδυνηρό είναι, αλήθεια, να ‘χεις τόσα πολλά να χωρέσεις σε ένα δειλό μυαλό; Ένα μυαλό κατεστραμμένο, ανεπαρκές ίσως για τόση ειλικρίνεια, ένας νους χορτασμένος βολικές παρανοήσεις.

Υπεκφυγές παντού γύρω μας. Υπεκφυγές από εμάς τους ίδιους αλλά κι από εκείνους που λέμε πως αγαπάμε. Υπεκφυγές απ’ τα συναισθήματά μας. Ξεγλιστράμε δημιουργώντας ζωές που δεν ταίριαξαν καθόλου σε αυτά που από παιδιά ράβαμε στα μέτρα μας. Υπεκφυγές απ’ ό,τι ονειρευτήκαμε, απ’ ό,τι αισθανθήκαμε.  Μια ζωή υπεκφυγές.

Γύρισες, άραγε, ποτέ πίσω; Θα ήταν μαγικό, αλήθεια, να μπορούσες να γυρίσεις εκεί που οι επιθυμίες σου δεν είχαν γίνει, ακόμη, υπεκφυγές. Τι θα έκανες τότε; Θα ούρλιαζες όλα αυτά που τώρα σε πνίγουν ή πάλι θα σιωπούσες; Μπα, πολύ δειλός για κάτι τόσο θαρραλέο. Αγαπά τόσο την ασφαλή σιωπή του ένας δειλός που μαζί με τις υπεκφυγές του παίρνει αγκαλιά και κάθε του ευκαιρία για φυγή. Στο καλό, λοιπόν. Εξάλλου, για λίγο πέρασες από εδώ.

Κι απέφευγες και λυπόσουν και δεν ήξερες αν νιώθεις και τι νιώθεις, αν αυτά που νιώθεις είναι άξια να ειπωθούν ή καλύτερα να κλειδωθούν στα ανείπωτα. Κι αποφάσισες να το ράψεις και ξεγλιστρούσες απ’ τις αλήθειες σου και συνέχιζες να λυπάσαι. Γιατί λυπάσαι; Εσύ τις φόρεσες τόσες υπεκφυγές. Δε χρειάζεται να τις ντύνεις με ψεύτικη λήθη.

Δύο δειλοί, λοιπόν, που ποτέ δε μιλήσαμε ξεκάθαρα για όλα εκείνα που μας έπνιγαν. Και χαθήκαμε. Δε χαθήκαμε από απόσταση μα μέσα στο ψέμα που μαζί φτιάξαμε. Κι ας ξέραμε πως οι τόσες υπεκφυγές που μας επιβάλλαμε θα μπέρδευαν τόσο την αλήθεια που εκείνη σχεδόν δε θα υπήρχε πια.

Όσα ένιωσα, όσα είπα, ήταν θέμα επιλογών. Κι όσα δεν είπες, θέμα δικό σου. Μα είναι που κάποιες φορές θα ήθελα πολύ να διάβαζα το μυαλό σου. Κι άλλες που φοβάμαι, γιατί μάλλον δε θα ήθελα να μάθω τι σκέφτεσαι. Δεν τολμώ ούτε να το σκαρφιστώ τι τρέχει σε αυτό το μυαλό. Άλλωστε, αυτό έμαθε να με ελέγχει. Αλλά εγώ ποτέ δεν έμαθα να σε διαβάζω.

Κι ύστερα από τόσο φόβο για να μη βγουν απ’ το στόμα μου οι αλήθειες, στα ξεστόμισα όλα, αντιμετωπίζοντας το χάος σου. Δε θα με ιντριγκάρε  ποτέ ξανά άλλο χάος. Μόνο το δικό σου.

Κι αν ακόμα και τώρα η δική σου στάση πάγωσε τις δικές μου βολές, συνεχίζω να νιώθω πως εμμένεις στις δικές σου υπεκφυγές. Και να σου πω κάτι; Δε μπορώ άλλο με αυτές. Ακόμα κι αν εσύ ξέρεις να με ορίζεις, ξέρεις να με κατευνάζεις μα και να με ταράζεις ταυτόχρονα, εγώ πια δεν μπορώ να μείνω στο τίποτά σου.

Κι έτσι ξέρεις πως φεύγω. Και πια οι πόρτες μου δε μένουν ανοιχτές, να διευκολύνουν τα πήγαιν’ έλα μου. Η φυγή μου είναι οριστική, όχι μια πράξη αδυναμίας, ούτε δειλίας. Η φυγή μου από εσένα δεν ήταν, τελικά, ακόμη ένα θέμα υπεκφυγής. Ήταν θέμα επιβίωσης. Από σήμερα, λοιπόν, αναπνέω.

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη