Όταν δεν είναι κανείς εκεί, κλαίει. Δεν μπορεί να συγκρατήσει όσα νιώθει κι υποθέτει ότι αυτά προέρχονται από ένα παιχνίδι του μυαλού, μια τρέλα που πολεμά απελπισμένα να νικήσει. Είναι παιδί, μα μέσα του νιώθει σαν ενήλικας που έχει μάλλον κουραστεί πολύ. Και δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τον εαυτό του πώς να του συμπεριφερθεί κι έχει αφήσει στην άκρη όλα του τα παιδικά παιχνίδια για να μπει στα πιο βαθιά, εκείνα που του παίζει το ίδιο του το μυαλό.

Στην ερώτηση αν είναι καλά, αποκρίνεται πως δεν ξέρει ή απαντά μονολεκτικά μ’ ένα βλέμμα αβεβαιότητας να ξεχειλίζει από τα μάτια του. Χαμογελά, κάπως να το κρύψει, με κάποια χαμόγελα μάσκες στο κουρασμένο του πρόσωπο. Μα τα μάτια του τα προδίδουν όλα.

Αυτή είναι ίσως μια μικρή εικόνα της παιδικής κατάθλιψης. Δεν έχει πρόσωπο μα χτυπάει την πόρτα πολλών οικογενειών κι ανήσυχων γονέων που αντί να την αγκαλιάσουν, την αρνούνται πεισματικά. Το κλασικό της υπόθεσης αυτής είναι το γεγονός ότι θεωρούν την κατάθλιψη ένα στίγμα. Εκείνο το παιδί που στέκεται μόνο του στην παιδική χαρά απομονωμένο, χωρίς να μιλάει με τα άλλα παιδάκια και που βγάζει θυμό ή επιθετική συμπεριφορά, δεν είναι πάντα, όπως πιστεύουμε, ατίθασο ή προβληματικό αλλά ένα παιδί που μπορεί να πάσχει από παιδική κατάθλιψη.

Εκείνα τα παιδιά, δείχνουν συχνά αδιαφορία στο βλέμμα ή σηκώνουν άρνηση κι εκνευρισμό ακόμα και σε απλά πράγματα που αφορούν την καθημερινότητά τους. Έπειτα, πολλές οι περιπτώσεις που κλείνονται στον εαυτό τους, αρνούνται να συνυπάρξουν και να συναναστραφούν με άλλα άτομα και τελικά τείνουν να έχουν ατομικά μια συμπεριφορά αποκλεισμού από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Έχουν άρνηση για φαγητό και παιχνίδι, δεν υπάρχει τίποτα ικανό να τα εντυπωσιάσει όπως τα περισσότερα παιδιά κι έχουν μια τάση να ωριμάζουν γρηγορότερα με συμπεριφορά ενήλικα, αντί να ζουν την παιδική τους ηλικία.

Ο λόγος που μπορεί ένα παιδί να πάσχει από κατάθλιψη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον κοινωνικό του περίγυρο με βασικό άξονα την οικογένειά του. Κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι η παιδική κατάθλιψη μπορεί να προέρχεται από κληρονομικότητα συγγενικού προσώπου κι ανάλογα τις συνθήκες που βιώνει ένα παιδί να εκδηλώνεται σ’ αυτήν την τόσο τρυφερή ηλικία. Επίσης κρίσιμο είναι ένα παιδί να έχει βιώσει την απώλεια κάποιου αγαπημένου του προσώπου ή την έλλειψη κάποιου γονέα ή συγγενή που αποτελούσε σταθμός στην πορεία και πνευματική του ανάπτυξη.

Πολύ σημαντικός εδώ κι ο ρόλος της οικογένειας η οποία πολλές φορές, όταν έχει ένα παιδί πιο ζωηρό ή δραστήριο, δεν το επιβραβεύει, δεν μπορεί να το διαχειριστεί κι αντί να το αγκαλιάζει το απομονώνει περισσότερο και το κάνει να αισθάνεται μη φυσιολογικό. Η ίδια αντιμετώπιση από την οικογένεια ισχύει και με παιδιά που είναι φοβισμένα και αδυνατούν να διαμορφώσουν χαρακτήρα διότι η οικογένειά τους κατακρίνει τη δράση και πράξεις τους ως ανεξάρτητα άτομα.

Οι γονείς από την άλλη έχουν μια τάση να αρνούνται πεισματικά το ό, τι μπορεί να βιώνει το παιδί τους, μπορεί να μην είναι σε θέση να το αντιληφθούν σαφώς, ίσως όμως και να μη θέλουν να το δουν γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Φοβούνται ότι η κοινωνία θα το κρίνει ή πως αντίθετα το πρόβλημα είναι μικρότερης σημασίας του αναμενόμενου. Δεν εμπιστεύονται συχνά κάποιον ειδικό και πιστεύουν ότι αυτό που βιώνει το παιδί είναι μία φάση που απλά θα περάσει αργότερα.

Τα παιδιά -όλα τα παιδιά- θέλουν λεπτό χειρισμό, αγάπη και μια αγκαλιά σε ό, τι βιώνουν. Χρειάζονται σωστή καθοδήγηση και κουβέντες από τους γονείς και  σαφώς τη βοήθεια ενός ειδικού για να μη χάσουν εντελώς την παιδικότητά τους ή την ψυχική τους υγεία.

Για να μην ξαναδούμε ένα παιδί στην εντατική με τη ζωή του να κρέμεται από μια κλωστή, για να μην ξαναδούμε παιδί να κλαίει και να φοβάται τον κόσμο και την κοινωνία, για να μη χάσουν την παιδικότητά τους, ας αγκαλιάσουμε τα παιδιά σήμερα κι ας τους δώσουμε ό, τι καλύτερο έχουμε. Η παιδική κατάθλιψη δεν είναι αρρώστια. Κι αν τα διαβάζεις αυτά και δυσανασχετείς σκέψου ότι υπάρχουν οικογένειες που τα βιώνουν. Αν τελικά αυτό ήταν το δικό σου παιδί;

 

Γραμμή στήριξης Παιδιών και Εφήβων: 116 111

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου