Δεν έχω πολλά να σου πω. Ποιος θα το περίμενε ότι εγώ, που σκόρπιζα τις λέξεις μου για να τις χαρίζω, σε εσένα δε θα είχα πια λαλιά να ξεστομίσω όσα κάνουν φασαρία μέσα μου. Κραυγές, βουητά. Καμία ησυχία άκουσες; Μπα, εσύ δεν ακούς ούτε σε νοιάζει πια. Αυτό είναι  διαπιστωμένο.

Δίνω απανωτά χαστούκια στο κουφιοκέφαλό μου ώστε να μπορέσω να καταλάβω πώς η αγάπη μετατρέπεται σε απέχθεια. Δεκτό ότι ο έρωτας πάει περίπατο. Μα η αγάπη; Αυτή δεν είναι συναίσθημα; Πόσο άδειος είναι κάποιος όταν σου λέει πως δεν έχει πια συναισθήματα για εσένα; Πώς γίνεται να σου λέει πως σ’ αγαπάει κάποιος και να φεύγει γιατί δεν υπάρχει έρωτας;

Θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο. Αδιάλλακτη και γαλαντόμος η αγάπη. Κιμπάρισσα, αν το θες. Δίνει ακόμα κι όταν δε βρίσκει αιτίες να δώσει. Αν αγαπήσεις κάποιον αληθινά, με όλο το θάρρος που κουβαλάς μέσα σου –γιατί θέλει μαγκιά να αγαπάς ατόφια– εκείνη καθορίζεται κάπου ανάμεσα σε κάτι υποσχέσεις αιωνιότητας.

Υποσχόσουν πολλά και τα πίστευα, μα δεν είχα προσέξει το «αλλά» που τα ακολουθούσε. Αλλά ήμασταν μικροί κι έπρεπε να ζήσουμε. Να αποκτήσουμε εμπειρίες, να περάσουμε καλά, να είμαστε παροδικά ευτυχισμένοι σε αγκαλιές που ποτέ δε θα έμοιαζαν στη δική μας.

Δεν μπορώ να σε καταλάβω κι αυτό είναι που με χαλάει περισσότερο. Χείμαρρος ήταν τα συναισθήματά σου. Πάτησες ένα κουμπί και ξάφνου έσβησαν. Να, κάπως σαν τις λέξεις που μουτζουρώνω τώρα στο χαρτί για να σε σβήσω.

Να σε σβήσω. Πόσο βάρβαρο μπορεί να μου ακούγεται αυτό; Όσο κι αν το μυαλό μου έχει θολώσει απ’ την ψυχρότητά σου, προσπαθώ ακόμα να ανακαλύψω ένα καθαρό τοπίο. Μία ίντσα λογικής αρκεί και θα γίνω καλά.

Κι αν αντέδρασα σαν παιδί, ανώριμο και κακομαθημένο, λάθος μου. Έπρεπε να σε αφήσω με την καλύτερη, πιο ώριμη, πιο αληθινή εικόνα που είχες κρατήσει από εμένα. Αν την ξαναφέρεις στα μάτια σου, αυτή θα είναι που θα σου λείπει πάντα από εμένα. Κι εμένα θα μου λείψει ο άνθρωπος που κάποτε ήξερα. Κράτησα από εσένα τα όμορφα. Με απογείωσαν. Μα τα άσχημα με στοίχειωσαν.

Δεν τη σήκωσα την προδοσία σου. Δεν πίστευα ότι είχες φτιαχτεί για να προδίδεις. Αυτό με έφτασε στα άκρα μου. Πόσα όρια να ξεπερνούσα για να σου δείξω τον τρόπο να μείνεις; Αφού, τελικά, δεν ήρθες για να μείνεις. Ήρθες για να μου δώσεις ένα σημαντικό μάθημα: Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται κι ακόμα κι αν ήταν, άλλαξε. Πάντα σου έλεγα πως όλα αλλάζουν. Τώρα κατάλαβα πολλά. Και πλέον δε θα δίνω κιμπάρικα αν δε λάβω αυτό που αξίζω.

Θα χτυπηθώ, να το ξέρεις. Μα όταν δω τα πράγματα καθαρά δε θα έχει μείνει τίποτα από εσένα. Τίποτα δεν πρέπει να μείνει, εξάλλου.  Τώρα πρέπει να ρίξω βάλσαμο στις πληγές μου, να πατήσω διαγραφή σε ό,τι σε θυμίζει και να ανοίξω τα μάτια μου στην πραγματικότητα. Πίσω στο ρεαλισμό, όπως πεισματικά επέμενες.

«Μείνε κοντά μου με όσα μισείς κι αγαπάς πάνω μου και τελικά όσα μισείς να είναι εκείνα που αγαπάς πιο πολύ», είχες πει. Τα κατάφερες. Αγαπώ όσα μισώ και τελικά αποφάσισα ότι πρέπει να τα μισώ. Σε αφήνω. Αφήνω το σπίτι, που ήθελα να έχω. Σ’ αγάπησα. Απόψε, όμως, θα γίνω καλά.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη