Σχεδόν κάθε βράδυ, χωρίς να το ξέρεις, εγώ σου μιλώ. Δίνουμε ραντεβού στα τραγούδια και στα στιχάκια και λέμε μόνο αλήθειες.

Εικόνες και στιγμές, σε δεκαπεντασύλλαβη μορφή. Εσώψυχα τρελά, που βρίσκουν νόημα και φωνή σε κάμποσες κόλλες χαρτί και σε κάτι ποιήματα, που ακόμη γυρεύουν τον τίτλο που τους αξίζει.

Τα πιο κρυφά κι αληθινά μου, τα καταθέτω, βράδυ προς βράδυ, σε κάμποσες λέξεις, σε κάμποσα γράμματα.

Όλα για σένα. Όλα με ‘σένα.

Μόνο για ‘σένα. Μόνο με ‘σένα.

Την ώρα εκείνη, που τα πνεύματα ησυχάζουν κι ο κάθε κατεργάρης πάει στον πάγκο του, εγώ παίρνω μολύβι και χαρτί και σου μιλάω. Ώρα να σου πω όλα εκείνα που δεν άκουσες ποτέ. Που δεν έβγαλα ποτέ από μέσα μου. Και που ποτέ δεν πρόκειται να τα μάθεις. Τουλάχιστον μέχρι να το θελήσω εγώ.

Ονειρεύτηκα μια ζωή ολόκληρη μαζί σου. Και την κατέγραψα, στιγμή προς στιγμή, σε κάτι στιχομυθίες που ίσως ζήλευαν η Μαλβίνα, ο Ελύτης, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.

Τα συναισθήματα μεγάλα και σχεδόν ποτέ μελό. Συναισθήματα, που μέχρι στιγμής, βρίσκουν υπόσταση και αξία, σε κάτι τετράδια, σε κάτι ομοιοκαταληξίες.

Κάθε βράδυ, γράφω. Γράφω για τη ζωή μας.

Στα μουτζουρωμένα μου βιβλία, ο πρωταγωνιστής είσαι εσύ.

Την ημέρα, να ζούμε τη ζωή στο μεγαλείο της και το βράδυ, από ανάγκη, κι όχι από συνήθεια, να κουρνιάζουμε αντάμα. Να λέμε από κοινού «καληνύχτα» σ’ αυτό που πέρασε. Να λέμε μαζί «καλημέρα», σ’ αυτό που θα’ ρθει.

Εκεί θα βρεις όλα όσα φαντάστηκα να κάνουμε μαζί. Καταγεγραμμένα με ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Και με ακόμη πιο ανατριχιαστική ειλικρίνεια.

Σε κάμποσες στοίβες από μαυρισμένα χαρτιά, θα βρεις τη ψυχή μου γραμμένη. Σε κάτι στιχάκια, που η ομοιοκαταληξία τους, λέει τις παραπάνω φορές «σ’ αγαπώ» και τις υπόλοιπες «σε θέλω».

Αν θες να μάθεις τι μέρος του λόγου είσαι για μένα, ψάξε εκεί. Εκεί θα μάθεις τα πάντα. Δεν είμαι για μεγάλα επιφωνήματα εγώ και για μεγάλες δηλώσεις. Μόνο για μεγάλα τραγούδια.

Κάθε φορά κι ένα καινούργιο σενάριο. Κάθε βράδυ και μια νέα περιπέτεια. 

Γράφω, που λες, πως ταξιδεύουμε. Για όσο κρατήσει. Πως ξαπλώνεις την καρδιά σου επάνω μου. Και πως αισθάνεσαι πως νίκησες το χρόνο.

Κάποτε γράφω και για τα βαθιά γεράματα. Τόσο μακριά το πάω. Εσύ ένας τρέντι ογδοντάρης κι εγώ μια καλοδιατηρημένη υπερήλιξ. Εγώ ο ήρωας κι εσύ ο υπερήρωας.

Στα γραφόμενα μου να ξέρεις, δε χωράνε κλάψες, «γιατί δεν έρχεσαι» ή «αχ και να ‘ξερες».

Όχι. Δεν του αξίζει του έρωτα, ούτε όταν τον ζεις, ούτε όταν τον γράφεις, να του συμπεριφέρεσαι σα να’ ναι βάσανο.

Εγώ τουλάχιστον έτσι τον γράφω. Με τιμές και δόξες. Και με ‘σένα σε πρώτο πλάνο. Κάπως έτσι θα τον γράψω κι απόψε.

Νύχτωσε πάλι. Πρέπει να αποσυρθώ στα ενδότερα για να σου γράψω.

Σου υπόσχομαι πως κι απόψε κάτι ωραίο θα βγει, γιατί έχω έμπνευση, έμπνευσή μου!

Ραντεβού στα τραγούδια, λοιπόν.

Και στην πιο όμορφη σιωπή.

Συντάκτης: Άννα Ιωαννίδου