Θυμάσαι τότε, που ακόμη ήσουν παιδί κι οι γονείς σου περνούσαν ώρες ατέλειωτες διαβάζοντάς σου παραμύθια; Που προσπαθούσαν, μάταια συνήθως, να σου τραβήξουν με κάποιο τρόπο την προσοχή κάθε μεσημέρι για να καταφέρεις να βάλεις μια μπουκιά φαγητό στο στόμα σου; Που σχεδόν τους έπαιρνε ο ύπνος τα βράδια πλάι σου, καθώς σου διάβαζαν παραμύθια για να κοιμηθείς και τα μάτια τους βάραιναν όσο περνούσε η ώρα;

Γυρνούσαν οι σελίδες η μία μετά την άλλη κι εσύ έμενες εκεί να τους κοιτάς με μάτια γουρλωμένα, γεμάτα περιέργεια. Όχι τόσο για το τέλος του παραμυθιού, μιας και το είχες ακούσει άπειρες φορές, μα περισσότερο για το πόση ώρα θα καταφέρουν να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά αυτή τη φορά.

Σου άρεσε τόσο πολύ να τους παρατηρείς καθώς σου διάβαζαν ιστορίες για πριγκίπισσες, νάνους και κακούς λύκους. Κρεμόσουν κυριολεκτικά απ’ τα χείλη τους, αφού με κάθε τους λέξη γινόσουν για λίγο εσύ ο ήρωας του παραμυθιού. Όχι ο λύκος φυσικά, ο άλλος, ο αγαπημένος ήρωας των παιδιών.

Αργότερα όμως, καθώς τα χρόνια περνούσαν κι εσύ μεγάλωνες ολοένα και περισσότερο, οι ιστορίες άρχισαν να αλλάζουν. Οι ήρωες των παραμυθιών ήταν οι ίδιοι οι γονείς σου κι εσύ άρχισες να δείχνεις ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον με ‘κείνες τις ιστορίες. Ιστορίες που σου έχουν διηγηθεί άπειρες φορές όλα αυτά τα χρόνια, όμως εσύ δείχνεις πάντα τον ίδιο ενθουσιασμό κάθε φορά τις ακούς.

Παίρνουν το ρόλο του ηθοποιού και ξεκινούν να σου λένε τα δικά τους «παραμύθια» από τα παλιά. Κι όχι μόνο να τα διηγούνται, αλλά να τα ζουν ξανά και ξανά.  Όλες αυτές τις τρελές φάρσες που έκανε ο πατέρας σου όταν ακόμη ήταν πιτσιρίκι κι όλα εκείνα τα παιχνίδια που έπαιζαν τότε τα κορίτσια στη γειτονιά που μεγάλωσε η μητέρα σου. Εμπειρίες κι αναμνήσεις που θα ‘χουν να θυμούνται για πολλά-πολλά χρόνια.

Κι εσύ κάθεσαι εκεί, απέναντί τους, να τους κοιτάζεις με την ίδια πάντα προσοχή χωρίς να τους διακόπτεις. Δε θες να το κάνεις, είναι τόσο φωτεινό το πρόσωπό τους εκείνες τις στιγμές που νιώθεις πως αν ανοίξεις το στόμα σου να πεις το οτιδήποτε, θα χαλάσεις τη μαγεία. Νιώθεις πως θα βάλεις μια παύση στην ευτυχία που νιώθουν εκείνη την ώρα κι αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θες.

Και μετά τις σκανταλιές και τα παιχνίδια της παιδικής τους ηλικίας, σειρά έχει η εφηβεία. Περιορισμένες έξοδοι, ομηρικοί καβγάδες με τον παππού και τη γιαγιά σου για να μπορέσουν να παρευρεθούν σε ένα πάρτι και τα πρώτα φλερτάκια πριν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Αυτές τις ιστορίες όμως, συνήθως τις ακούς ξεχωριστά απ’ τον καθένα, για ευνόητους λόγους.

Το περισσότερο ενδιαφέρον όμως, το δείχνεις όταν τους ακούς να σου περιγράφουν για πολλοστή φορά τον τρόπο που γνωρίστηκαν. Εκεί χαίρεσαι διπλά, γιατί η ευτυχία στο πρόσωπό τους είναι τόσο ευδιάκριτη εκείνη την ώρα. Φέρνουν ξανά το παρελθόν στο παρόν κι είναι σαν να το ζουν ξανά. Μιλούν ο ένας για τον άλλο τόσο γλυκά και τρυφερά που γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι –όσους ομηρικούς καβγάδες κι αν έχουν κάνει– απ’ όσα κύματα κι αν έχει περάσει η σχέση τους, δε μετάνιωσαν ούτε στιγμή που διάλεξαν ο ένας τον άλλον για μια κοινή ζωή.

Κι είναι τόσο δυνατά κι έντονα τα συναισθήματα τις στιγμές εκείνες, που εύχεσαι να μπορέσεις κι εσύ μια μέρα να κάνεις μια οικογένεια όπως αυτή. Να έχεις έναν άνθρωπο πλάι σου που θα σου χαρίσει όμορφα παιδιά, στα οποία θα διαβάζεις παραμύθια για να καταφέρουν να κοιμηθούν. Όχι μόνο από ‘κείνα με τις νεράιδες και τα ξωτικά, αλλά κι από αυτά που θα έχουν ένα άρωμα νοσταλγικό με ήρωες τους γονείς τους και τους παππούδες τους.

 

Επιμέλεια Κειμένου Εύας Αξιώτη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Εύα Αξιώτη