Έτοιμος για το ταξίδι; Είχες φτιάξει μια πρόχειρη λίστα, μα τώρα δεν τη βρίσκεις, κάπου την έχασες. Η βαλίτσα μισοάδεια -λείπουν όλα αυτά που αφήνεις για την τελευταία στιγμή, οι φορτιστές, κάλτσες ή εσώρουχα. Θυμήθηκες στο τσακ την οδοντόβουρτσα κι εκείνο που μουρμούριζες απ’ το πρωί έσκασε στο μυαλό σου μόλις έκλεισες πίσω σου την πόρτα του ταξί. Δεν πειράζει. Ίσως τελικά να μην το χρειαζόσουν.

Κι εκεί που ονειρεύεσαι, παλεύεις με ρολόγια κι εισιτήρια, τη βλέπεις. Η πόρτα που οδηγεί στον παράδεισο, κι αν όχι, στον κόσμο. Είναι μεγάλη και γυάλινη κι ένα σωρό μικροί εξερευνητές περιμένουν για να τη διασχίσουν. Αεροδρόμιο. Κρατάς τη βαλίτσα στο χέρι και πλάι εκείνος που ετοιμάζεται να απογειωθεί μαζί σου. Αν υπάρχει. Αν όχι, εσύ είσαι ο κύριος του ταξιδιού και του εαυτού σου. Καλή πτήση.

Ο κόσμος πολύς, αμέτρητος. Γυναίκες, και παιδιά, κι ηλικιωμένοι, όλοι τους να κοιτάνε πινακίδες βιαστικά. Κάπου πάνε, από κάπου ήρθαν. Κι αν έφτασαν, βγαίνουν χαρούμενοι, κι αν ταξιδεύουν, έχουν άγχος. Κι αν εσύ προνόησες κι ήρθες νωρίς, κάτσε κι απόλαυσέ το. Αν έχεις καθυστέρηση μην παραπονεθείς, θα προσπεράσουν οι ώρες. Αρκεί να κάτσεις να κοιτάξεις. Να ακούσεις. Το αεροδρόμιο δεν είναι ένα απλό κτήριο· είναι ένας τόπος που οι κανόνες δεν ισχύουν και κάθε άνθρωπος αφήνει το «εδώ» για το «εκεί». Κάνε μια βόλτα κι εμπιστέψου με.

Τι ώρα είναι; Εδώ μέσα δεν υπάρχει τάξη ούτε ισορροπία. Κι αν είναι ξημέρωμα, θα δεις τον κόσμο να γελάει σαν να είναι γιορτή, κι αν είναι απόγευμα κάποιος μπορεί ήδη να αποκοιμάται. Μπίρες και βιβλία και πατατάκια και πίτσες χωρίς πρόγραμμα γιατί εκεί μέσα δεν υπάρχουν ώρες φαγητού. Κάποιοι παίζουν με την τεχνολογία κι ας είναι καλά τα ακουστικά. Κάποιοι βαριούνται, περιμένουν. Άλλος ψωνίζει. Τι ώρα είναι; Θαρρείς κι έχει εκεί μέσα σημασία.

Κι αν δε βιάζονται, πιάσε κουβέντα. Δίπλα σου ένας τύπος Γάλλος, μια κοπέλα απ’ την Κορέα, ένας Αμερικάνος με γυαλιά. Πού θα τους βρεις τόσους πολιτισμούς απέναντί σου, να κάθονται, στα σιωπηλά, να περιμένουν; Μην ντραπείς. Ρώτα. Πες το όνομά σου κι αν σε ρωτήσουν πες και την ιστορία σου. Πού πας, γιατί, για πόσο. Κι υστέρα ρώτα τις δικές τους. Τι ήθελαν, πώς βρέθηκαν εδώ; Έχουν ξανάρθει; Ήταν ωραίο το ταξίδι τους; Αντί να προχωρήσεις επεισόδιο, κάτσε να μάθεις για τον κόσμο. Όχι από βιβλία. Από ανθρώπους.

Κι αν είσαι ντροπαλός, καμιά φορά δε χρειάζονται στ’ αλήθεια οι κουβέντες. Μάτια να έχεις, άπληστα, που θα κοιτάξουν με ενδιαφέρον. Μπορεί να μην αρέσουν οι ματιές κι αν δεις πως κάποιος ενοχλείται, παρ’ τις πίσω. Μα αλλιώς κοίτα και μάθε τους ανθρώπους. Ο Ιταλός τρώει με προσοχή, ο Άγγλος φαίνεται ήδη μεθυσμένος. Εκείνο το ξανθό κοριτσάκι ξέρει καλύτερα το λάπτοπ από σένα κι ο σκούρος άντρας φαίνεται αυστηρός. Είδες στ’ αλήθεια πόσο γρήγορα τα έμαθες τα πάντα;

Δες ποιος αγχώνεται και ποιος κοιτάει το ρολόι. Ποιος μιλάει θλιμμένα στο τηλέφωνο και ποιος ανυπομονεί να ταξιδέψει. Κάποιος γυρνάει πίσω, κάποιος πηγαίνει να δει ένα μέρος ή έναν άνθρωπο. Άλλος δουλειά, άλλος σχολή. Τόσες δικαιολογίες για να φύγεις, τόσοι άνθρωποι που γίνονται εκεί μέσα ταξιδιώτες. Αεροδρόμιο. Πρόσεξε μόνο μη στις τόσες αναζητήσεις χάσεις για λίγο τη δική σου.

Ξέρω πως ανυπομονείς να ταξιδέψεις. Για κάποιον λόγο είσαι εκεί, όχι τυχαία. Σκέφτεσαι το μέρος και το φαγητό και τις εικόνες. Οι πιο ωραίες ιστορίες γεννιούνται στα ταξίδια, γιατί εκείνα φέρνουν περιπέτειες που πάντα κάπως κάπου ξεπερνιούνται. Βγάλε φωτογραφίες, πάρε τα σουβενίρ και πάτα τη βαλίτσα για να κλείσει. Μαζί σου πλέον κουβαλάς και πράγματα κι αναμνήσεις. Πώς να χωρέσουν, τάχα, όλα εκεί μέσα;

Κι αν όλοι όταν γυρίσεις σε ρωτούν, πες τους μία-μία τις ιστορίες. Κι αν νιώσεις πως κάποια έχεις ξεχάσει, να ξέρεις πως λείπουν οι πρώτες οι αφηγήσεις. Εκείνες πριν απ’ το ταξίδι. Στο αεροδρόμιο. Αυτές, λοιπόν, να τις κρατάς για σένα. Μονάχα εσύ έχεις το δικαίωμα να ξέρεις, γιατί εσύ ρώτησες ή εσύ κοίταξες. Τις κέρδισες επειδή είχες τα μάτια και τα αφτιά σου ανοιχτά. Μην της μοιραστείς μα μην και τις ξεχάσεις. Τα πιο ωραία σουβενίρ που έφερες ποτέ.

Ένας όμορφος, μαγικός κόσμος. Οι κάτοικοι δε μένουν, φεύγουν και γυρνούν, αλλάζουν, πετούν κι ονειρεύονται. Το φαγητό είναι πρόχειρο, μα αυτό είναι το πιο νόστιμο συνήθως. Όλοι κρατούν μαζί τους ένα σάκο, μια βαλίτσα, ένα σακίδιο. Τα έχουν γεμίσει με ζωή, με ό, τι θεώρησαν εκείνοι απαραίτητο να κουβαλήσουν στο ταξίδι. Μυστικά. Κι εισιτήρια, όλοι τους έχουν εισιτήρια. Είδες τι ώρα είναι; Επιτέλους. Καλό ταξίδι. Καλό αντάμωμα. Τα λέμε ξανά με νέες ιστορίες.

Συντάκτης: Νεφέλη Κομματά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη