«Να το πάμε χαλαρά» είναι μια φράση που συχνά ακούμε στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, κυρίως στο ξεκίνημα, κι ερμηνεύεται ως ένας τρόπος για την αποφυγή του άγχους της δέσμευσης. Μερικές φορές θέλουμε απλώς μια χαλαρή σχέση, χωρίς πολλές προσδοκίες και προτιμούμε να αφήσουμε τα πράγματα να τρέχουν και να δούμε πού θα μας οδηγήσει η κατάσταση, χωρίς να αισθανόμαστε τον κόσμο να καταρρέει στη σκέψη του να ορίσουμε τη σχέση μας.

Ωστόσο, η σημασία της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται και τα αντίστοιχα συναισθήματά που βιώνουν τα άτομα που τη χρησιμοποιούν. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη, όχι μόνο την έκφραση αυτή, αλλά και το κίνητρό της. Αν ένα άτομο ζητά να πάει τα πράγματα χαλαρά, τότε ίσως είναι σημάδι ότι είναι αρκετά συνειδητοποιημένο και δε βιώνει το βάρος της πίεσης, ενώ μπορεί να είναι θετικό για τη σχέση του. Νιώθει μια ανεμελιά κι ηρεμία για την αντιμετώπιση των πραγμάτων. Δε θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη να διαπραγματευτούν κατευθείαν τα ζητήματα που αφορούν τον μεταξύ τους δεσμό και δεν αισθάνεται πίεση να κάνει κάτι πιο συγκεκριμένο.

Από την άλλη πλευρά, αν κάποιος χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή για να εκφράσει την ανησυχία ή τον φόβο του, τότε μπορεί να εννοεί ότι δεν είναι ικανός ν’ αντιμετωπίσει την πίεση που τον κατατρέχει κι ότι ίσως φοβάται τις ενδεχόμενες αλλαγές που θα προκύψουν από μια οριστικοποίηση, αφού όλο αυτό μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη σχέση.

Οι έννοιες του έρωτα και άγχους είναι συγκεκριμένες και διαφορετικές, αλλά ταυτόχρονα συνυπάρχουν συχνά στις ερωτικές καταστάσεις κι από τη στιγμή που συνυπάρχουν, μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση. Αρχικά, ο έρωτας είναι μια πολύπλοκη αίσθηση που μπορεί να διαφέρει για κάθε άτομο. Για κάποιους, είναι μια συνεχής αίσθηση ευφορίας κι ανόρθωσης, ενώ για άλλους μπορεί να είναι η αίσθηση ότι έχουν βρει τη σωστή συντροφιά. Εξάλλου, ο έρωτας μπορεί να περιλαμβάνει διάφορα στάδια, από τον έρωτα με την πρώτη ματιά ως την πιο μακρόχρονη σχέση. Άρα κι αντίστοιχα, δε θα μπορούσε εξ ορισμού να είναι ένα πράγμα και να προκαλεί ένα συναίσθημα.

Από την άλλη πλευρά, το άγχος που σχετίζεται με τον έρωτα είναι ανησυχία για την απόρριψη, την αποτυχία ή την απώλεια του ερωτικού συντρόφου. Το άγχος αυτό μπορεί να βασίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες, πιέσεις κοινωνίας, καθώς και στον φόβο της απώλειας ένας ανθρώπου του οποίου η παρουσία είναι σημαντική στη ζωή μας. Έτσι, όταν λέμε ότι νιώθουμε άγχος με μια ερωτική συγκυρία, εννοούμε ότι ανησυχούμε ή φοβόμαστε να θέσουμε τους εαυτούς μας σε μια κατάσταση ευαισθησίας απέναντι σ’ έναν άλλον άνθρωπο, ενώ όταν λέμε ότι έχουμε αφεθεί κι όπου πάει, αναφερόμαστε, στην αίσθηση ευφορίας που βιώνουμε και στην ερωτική σύνδεση που προκύπτει από την ελκυστικότητα και την αφοσίωση που αισθανόμαστε στη σχέση.

Συνεπώς, η ύπαρξη άγχους δε σημαίνει απόλυτα ότι το άτομο αυτό είναι ερωτευμένο. Ενώ αντίστοιχα, για την απουσία του άγχους, μπορούν να συντρέχουν πολλοί λόγοι όπως η υγιής συναισθηματική επικοινωνία, τα κοινά ενδιαφέροντα, η καλή κατανόηση κι αμοιβαία εκτίμηση. Οι σχέσεις που βασίζονται σε αυτούς τους συναισθηματικούς παράγοντες μπορούν να είναι εξίσου πετυχημένες με αυτές που βασίζονται στον έρωτα λόγω του ότι η αίσθηση της ελευθερίας και της απόλυτης αξιοπιστίας ότι ο άλλος θα παραμείνει στο πλευρό μας, είναι εξίσου σημαντική για την επιτυχία μιας σχέσης.

Οπότε, είναι σημαντικό να συζητάμε ανοιχτά κι ειλικρινά με τον σύντροφό μας για το μέλλον μας και να βρίσκουμε τρόπους ν’ αντιμετωπίσουμε τυχόν ανησυχίες ή φόβους μας, ώστε να μειώνουμε το άγχος και τις αρνητικές σκέψεις στο μέτρο του δυνατού. Οι συναισθηματικά ώριμες κι υγιείς σχέσεις, χαρακτηρίζονται από την ειλικρίνεια, την ανοιχτή επικοινωνία για τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες. Εξασφαλίζουν ότι η σχέση προχωράει ομαλά κι αντιμετωπίζουν κάθε φόβο για το μέλλον. Έτσι κι αλλιώς, καθένας αντιλαμβάνεται κι αντιμετωπίζει τις σχέσεις του διαφορετικά και δεν υπάρχει ένας κανόνας ή μια απόλυτη αλήθεια για το πώς πρέπει να νιώθουμε σε μια ερωτική σχέση. Ίσως όλα να συνοψίζονται στο «ήρεμοι και καλά».

Συντάκτης: Ρεβέκκα Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου