Οι άνθρωποι λοιπόν χωρίζονται σχεδόν πάντα σε κατηγορίες καθώς γεννιέται η ανάγκη να ανήκουν σε υπο-ομάδες και με σθένος υποστηρίζουν τη δική τους μεριά. Η απαισιοδοξία και οι άνθρωποι που την επιλέγουν φέρουν ένα μικρό ταμπού, ένα μειονέκτημα για πολλούς, μα αποτελεί κι ένα δικαίωμα που δε θα εγκαταλείψουμε ποτέ όσοι από εμάς ανήκουμε σε αυτή την τόσο κατακριτέα κατηγορία. Άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να δώσουμε τη μάχη μας απέναντι σε όλους εκείνους που μας κατηγορούν ως τους γκρινιάρηδες της παρέας, της οικογένειας, ακούγοντας πως «τόσα καλά έχουμε γιατί δεν μπορούμε να απολαύσουμε;». Πως «πάντα υπάρχουν και τα χειρότερα» και πως «δεν ήρθε κι η καταστροφή του κόσμου», οπότε ας σταματήσουμε να φερόμαστε σαν να ήρθε. Ίσως όμως και να ήρθε μια μικρή για το δικό μας κάθε φορά κόσμο, το σκεφτήκατε ποτέ αυτό;

Ποιος να είναι άραγε ο μεγαλύτερος εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει ένας απαισιόδοξος; Μα φυσικά και η απάντηση είναι μια κι αυτή είναι η υπεραισιόδοξοι, εκείνοι που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη σε ένα υπέροχο σύννεφο και μέσα από τα πάντα θα βρουν κάτι θετικό· κάτι για να μπορούν να προχωρήσουν, είτε για να αντέξουν το περπάτημα. Είναι όμως κοινή παραδοχή μεταξύ ρεαλιστών κι απαισιόδοξων πως δεν είναι εύκολο για κάποιον να αντιμετωπίσει αυτό το πλατύ χαμόγελο και τα λόγια παρηγοριάς και την περίσσια ενέργεια που κουβαλάνε αυτοί οι τύποι που μοιάζουν να έχουν πιει το κατιτίς τους.

Θα τους δεις πρωί με μια ενέργεια και μια θετική αύρα σα να έχουν βγει από σεμινάριο και να έχουν πάρει και πτυχίο στο να σε κάνουν να νιώσεις καλά με το ζόρι! Δε θέλω ρε φίλε να νιώσω καλά, δε νιώθω καλά, στην τελική δεν έχω πιει ούτε καφέ ακόμη κι η ημέρα μου δεν είναι καλή πώς να το κάνουμε; Σε βγάζουν εκτός εαυτού και σου προκαλούν νεύρα χωρίς να έχεις, αφού νιώθεις ότι συμμετέχεις σε βραδινό σόου που όλοι φωνάζουν και γελούν χωρίς λόγο ενώ εσύ θες να βγάλουν τον σκασμό κι ένα φρέντο εσπρέσο σκέτο. Μοιάζουν με εξωγήινους που τους χαζεύεις, τους παρατηρείς μα ποτέ δεν μπορείς να τους καταλάβεις. Μοιάζουν με τον E. T. κι εσύ θέλεις να πάει σπίτι του.

Εσύ αγαπάς την απαισιοδοξία, την αποκαλείς ρεαλισμό κι εκείνους ονειροπόλους. Έχεις δικαίωμα να είσαι στα κάτω σου και νιώθεις πως στο στερούν, βλέπεις τα πράγματα όπως είναι και για σένα δεν είναι καλά, δε γίνεται να είναι καλά. Θέλεις να βγάλεις από πάνω σου τη ρετσινιά του γκρινιάρη σαφώς, αλλά ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και τα γεγονότα, πόσο εύκολα να αλλάξει αίσθηση;

Όπλα κάθε απαισιόδοξου ο ρεαλισμός, η λογική και η ανάγκη για πόδια στη γη κι όχι στα σύννεφα. Απέναντι στη μάχη εκείνοι οι πολύ ενοχλητικοί φίλοι μας, ξέρεις εκείνοι που τους λες τα προβλήματά σου, την απόγνωσή σου και προσπαθούν να βρουν το λευκό μέσα στο σκοτάδι και να σε πείσουν πως όλα θα φτιάξουν. Πότε; Πώς; Αφού το πιστεύουν γιατί δε σου λένε και τον τρόπο; Όλα είναι στο μυαλό επιμένουν.

Μαύρο εναντίον λευκού, γη εναντίον αέρα, λογική εναντίον συναισθήματος, ρεαλισμός εναντίον ονείρου. Οι διαφορές πολλές κι οι μάχες επίσης. Είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως δίπλα σε έναν λογικό θα βρεις έναν ονειροπόλο, σε έναν απαισιόδοξο έναν υπεραισιόδοξο γιατί πολύ απλά τα ετερώνυμα έλκονται και έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον για να εξελιχθούν. Ας παλέψουμε λοιπόν για το δικαίωμά μας να μη μας αρέσουν όλα, ας παλέψουμε για το δικαίωμα να είμαστε στις μαύρες μας. Άλλωστε, επιλογή είναι.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου