«Να κι ο μαύρος», «Ναι μωρέ, μια Κινέζα έχει αυτό το κατάστημα», «Τίγκα στους Ρωσοπόντιους είναι εδώ, πάμε να φύγουμε», «Ε, κάνας Αλβανός θα το έκανε». Εκφράσεις καθημερινές, ρατσιστικές κι επαναλαμβανόμενες, απ’ τους Έλληνες προς τους αλλοδαπούς μετανάστες, αλλά και απ’ τους ημεδαπούς άλλων κυρίως ευρωπαϊκών χωρών σε Έλληνες μετανάστες με μια παραπλήσια μορφή.

Δυστυχώς, βέβαια, η δύσκολη αυτή κατάσταση των μεταναστών ασχέτως καταγωγής δεν τελειώνει μόνο εκεί ή μάλλον ούτε καν ξεκινάει εκεί. Στις δυσκολίες ρουτίνας που ζούνε όσοι τόλμησαν να μεταναστεύσουν συγκαταλέγονται πολλές ακόμη καταστάσεις, που συντρίβουν την ύπαρξη του όρου της ανθρωπιάς.

Oι μετανάστες των γειτονικών, αλλά κι όχι μόνο κρατών στην Ελλάδα, έχουν φτάσει σ’ έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πρόσφυγες πολέμου, πολιτικοί πρόσφυγες ή οικονομικοί. Τραυματισμένοι σωματικά ή ψυχικά άνθρωποι, που επιδιώκουν καθημερινά να βρουν ελπίδα για μια ζωή με σωματική ασφάλεια, στόχους, κοινωνική αποδοχή και μια σχετική οικονομική άνεση, χωρίς να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από βολεμένους «μάγκες». Αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν καθημερινά για ν’ αποκτήσουν κι αυτοί μια ζωή σαν τη δική μας.

Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έφτασαν με όνειρα και όρεξη για αγώνα και ζωή εδώ. Άνθρωποι, που πάλεψαν ή ίσως και παλεύουν ακόμη για την επιβίωσή τους, άνθρωποι που για να φτάσουν στον προορισμό τους πούλησαν ολόκληρες περιουσίες ή ρίσκαραν τη ζωή τους κι έφτασαν τελικά μόνοι. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, εξαντλημένοι απ’ την καθημερινότητα και τις συνθήκες διαβίωσης ή μάλλον επιβίωσής τους, άνθρωποι που αγωνίζονται για ένα καλύτερο ή μάλλον βιώσιμο αύριο μέρα με τη μέρα.

Πολλές φορές είναι άνθρωποι απ’ το στενό οικογενειακό ή φιλικό μας κύκλο, ή μπορεί και να έχουμε μια ρίζα απ’ αυτούς μερικοί από εμάς.

Όπως αυτοί πέρασαν μια σειρά δυσκολιών και κάνανε το μεγάλο βήμα με την ελπίδα μιας άλλης ζωής, το ίδιο έκαναν και μερικοί Έλληνες τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικά τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης. Αφού είδαν τα πτυχία τους για τα οποία πάλεψαν τόσο, να χρησιμεύουν ως διακοσμητικά τοίχου, δουλεύουν για ένα βασικό μισθό σ’ έναν άλλο τομέα, που πιθανότατα να μη δίνει καν δυνατότητες εξέλιξης και συγχρόνως δεν είναι κάποιο απ’ τα επαγγέλματα πάνω στα οποία θα ήθελαν να εξελιχθούν. Εργάζονται μόνο και μόνο για την επιβίωση και κατά γενική ομολογία είναι τυχεροί που έχουν αυτή τη θέση και δεν είναι άνεργοι, όπως αρκετοί άλλοι συμπολίτες μας.

Πολλοί άνθρωποι λοιπόν, νέοι και μη, Έλληνες και μη, φτωχοί και πλούσιοι, σπουδαγμένοι κι ανεκπαίδευτοι, έχουν μεταναστεύσει σε διάφορα κράτη της Γης, μακριά απ’ την οικογένεια, τους φίλους ή και τη σχέση τους. Εγκαταλείπουν τα πατρικά τους σπίτια και τη μητρική τους γλώσσα, αφήνουν ό,τι έκαναν και φεύγουν στο εξωτερικό ξεκινώντας απ’ το μηδέν.

Βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά απ’ οτιδήποτε θεωρούσαν ζωή και κάνουν μια νέα αρχή, ξεκινούν μια νέα ζωή, δημιουργούν μια νέα καθημερινότητα, χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας από κανέναν, παρά μόνο με ελπίδες βάσει των καλών οικονομικών και γενικών συνθηκών ειρήνης της εκάστοτε χώρας. Μπορεί να είναι από άγνωστοι μέχρι κι ο αδερφός σου, ο σύντροφός σου, η κόρη σου, οι γονείς σου, η κολλητή σου, ακόμη κι εσύ.

Όποιοι και να ‘ναι, είναι ήρωες.

Συντάκτης: Κυριακή Βουλγαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου