Υπάρχει κι αυτό που λέμε “αξέχαστο”. Συνδέεται και φωλιάζει σ’ όλα εκείνα που βιώθηκαν με το χέρι στη μέση, το κεφάλι γυρμένο στον ώμο και το βλέμμα να χαμογελά. Γιατί, μη γελιέσαι, ήξερα πάντα ότι με κοιτάς περιφερικά κι ας έκανες πως κοιτάς στα χαμένα. Βλέπεις, όπως και να το κάνουμε, η αμνησία είναι πάθηση παθολογικής κατηγορίας οπότε, αν δεν πάσχεις απ’ αυτήν, τότε πάντα θα υπάρχει κάτι που θα σου θυμίζει εμένα.

Όσο και ν’ αποτελεί βαθιά ανάγκη, η λησμονιά δεν είναι πάντα επιλογή. Όσο και να θέλεις να με αφήσεις πίσω, δεν είμαι μαύρη πέτρα. Είμαι εκείνη η γεύση, εκείνο το άρωμα, εκείνη η αύρα που έχει μείνει σ’ όλα τα μέρη που πήγαμε κι αφήσαμε λίγο από το “εμείς” μας. Είναι οι φευγαλέες περαντζάδες που κάναμε, γιατί δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε και τότε ήταν κι η καλύτερη ιδέα που είχαμε. Και πάντα μας έβγαινε σε καλό γιατί το απρόβλεπτο ήταν κι απ΄τα αγαπημένα μας. Θα με νιώθεις στις ξαφνικές συναντήσεις γι’ ανταλλαγή ανάσας και σφιχταγκαλιάσματος, ακόμη κι αν, ανοίγοντας τα μάτια, δε θα είμαι εγώ απέναντι. Άλλωστε ό,τι γεύση είχε το φιλί, όσα ντεσιμπέλ βαρούσε η αγκαλιά, ήταν βίωμα, ήταν απόφαση, είχε ουσία και πολλή μα πολλή φασαρία.

Είμαι σίγουρη ότι προσπάθησες ν’ αποσυνδέσεις το κάθε τι. Είμαι όμως και σίγουρη πως  δεν τα πολυκατάφερες. Μα κι αν τα κατάφερες, έγινε μισοδουλειά γιατί όπως είπα αυτό που είχαμε ήταν από τα “αξέχαστα”. Η πόλη μας, με τις λιγοστές κρυψώνες, αν κι εμείς τις είχαμε βρει όλες, μας έκανε να ζήσουμε και να δοκιμάσουμε αν θα καταφέρναμε να μείνουμε εκεί καλά κρυμμένοι από όλους κι από όλα, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Έτσι για να παίζουμε το κρυφτό των μεγάλων. Τώρα, αν είσαι κάπου εκεί έξω και συνεχίζεις να κρύβεσαι με κάποι@ άλλ@, η πρότερη θύμηση θα είναι ισχυρότερη και θα έχει κάνει φωλιά σε κάτι που θύμιζε εμάς.

 

 

Θα μου πεις, η ζωή συνεχίζεται. Προχωράμε μπροστά. Σωστά. Η αιώνια κλισέ δικαιολογία. Εκεί όμως στο μπροστά, θα είμαι πάντα κι εγώ. Θα συναντάς αυτό που σου είχα ψιθυρίσει στο δεξί αυτί γιατί δεν ήθελα κανείς να τ’ ακούσει. Θα νιώθεις τη ζεστασιά του χεριού μου που το έχωνα στην κωλότσεπή σου γιατί εκεί ήταν η καλύτερη θέση στη βόλτα μας. Κι όλο και θα περνάς μπροστά από εκείνο το εστιατόριο που δεν καταφέραμε ποτέ να πάμε γιατί όλο και κάτι τύχαινε κι όλο το αμελούσαμε και τ ‘αφήναμε για την επόμενη φορά, μέχρι που η επόμενη φορά δεν ήρθε ποτέ.

Η θάλασσα και το μπλε της και το βουνό με το πράσινό του, θα σου μεταφέρουν όλες τις ιστορίες- scary και μη- που είχαμε πει και τις υποσχέσεις που κάναμε για την επιστροφή μας στα δυο αυτά χρώματα. Η σκηνή που συνόδευσε τα βράδια μας και κάλυψε τα βογγητά μας δεν είναι κάτι που μπορεί να πετάξεις. Ν’ αλλάξεις ναι. Θα είναι όμως πάντα εκεί στην αποθήκη και ψάχνοντας να βρεις την καινούρια, θα πέφτεις επάνω της και θα κάνεις εικόνα όλη εκείνη τη μαγεία.

Μα κι αν πας ταξίδι αεροπλανικό (ναι ναι αεροπλανικό) με παρέα ή χωρίς, πώς να μην κοντοσταθείς στον έλεγχο των εισιτηρίων που θα κοιτάς τους αεροσυνοδούς και θα σκας στα γέλια γιατί θα θυμάσαι ότι πάντα ζητούσα θέση σε διάδρομο- στην περίπτωση που έπεφτε το αεροπλάνο να προλάβω να φύγω πρώτα εγώ. Κι ενώ μου εξηγούσες το παράλογο του κολλήματός μου μα και την ουτοπία του αιτήματός μου, εγώ συνέχιζα να επιμένω και να θέλω θέση διαδρόμου. Πάντα σου το δικαιολογούσα ως “τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου” και πάντα μ’ άρπαζες και μ’ έσφιγγες ασφυκτικά, λέγοντάς μου πως πρώτα θα με σκότωνες εσύ μπας και σταματούσα τις χαζομάρες που έλεγα και μετά θα έπεφτε το αεροπλάνο.

Να πούμε για το σινεμά; Πάντα θα βλέπεις τις ακριανές θέσεις που γειτνιάζουν με διάδρομο (ίδιο μοτίβο) και θα ψάχνεις να δεις το γνωστό πλαϊνό σταυροπόδι να προεξέχει που είχα πάντα ως θέση σώματος. Μέχρι και το ποπ κορν που θα βαστάς θα σου θυμίζει κάτι από εμένα καθώς το χέρι μου πάντα συναντούσε το δικό σου μέσα στην xxxl συσκευασία. Άλλωστε, τα φιλιά απ’ τη γλύκα του βουτύρου μα κι απ΄την αλμύρα που έμενε πάνω στα χείλη μας, ήταν από τα καλύτερά μας. Το σινεμά ήταν πάντα σαν το πρώτο μας ραντεβού. Το ένα χέρι σου κρατούσε το δικό μου και τ’ άλλο, όταν δεν έτρωγε, έμενε πίσω απ’τον αυχένα με περισσή ικανοποίηση ότι τα είχες όλα.

Είναι και κείνα τα μεταμεσονύκτια κέντρα υγείας ή τα εφημερεύοντα που πάντα θα κρατούν στιγμές μας καλά προφυλαγμένες. Θες μπερδεμένο ποτό, θες άδειο στομάχι, θες ξαφνική δηλητηρίαση. Ό,τι θες, το ζήσαμε και κάθε φορά που θα περνάς από μπροστά θα σου έρχεται και μια εικόνα γλυκόπικρη από τις, όχι και τόσο επικίνδυνες -η αλήθεια-, στιγμές που μοιραστήκαμε μ’ όλο το εφημερεύον προσωπικό που έτυχε να είναι εκεί κάποια άγρια χαράματα κι όλο και κρυφογελούσε με τα καμώματά μας αλλά κι ανάσαινε ανακουφιστικά γιατί θα νιώθαμε σύντομα καλύτερα.

Να μην αφήσουμε κι εκείνη την έρμη την εστίαση που κάθε φορά που θα παραγγέλνεις το κάτι παραπάνω, θα θυμάσαι ότι το κάνεις γιατί είναι χούι δικό μου κι όχι δικό σου. Η κάθε νέα γαστρονομική διαμάχη που μπορεί να συναντάς σε κάποιο γεύμα που δε θα κάθομαι εγώ απέναντι, θα σε κάνει να θυμάσαι τις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις περί “δεν πετάμε ποτέ φαγητό”, αλλά και “σταμάτα να είσαι τόσο λαίμαργη, μετά θα γκρινιάζεις ότι πονάει η κοιλιά σου”.  Οι ίδιες ατάκες μπορεί ν’ ακουστούν ξανά κι έτσι θα ξαναγεννηθούν κι οι ίδιες τάσεις υπερπροστατευτικότητας.

Μα και το σπίτι δε θα πηγαίνει πίσω. Ακόμη κι αν μετακομίσεις, θα κουβαλήσεις θέλοντας και μη, κομμάτια από εκείνη την εποχή που έμεινε πίσω στον χρόνο αλλά θα θυμίζει πάντα το παρόν. Το στρώμα μ’ εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο όταν χοροπηδούσαν τα κορμιά μας επάνω. Τα μαξιλάρια με τις χειροποίητες λακκούβες που θα έχουν μείνει από τους άπειρους μαξιλαροπόλεμους που παίζαμε. Μα κι οι γρατσουνιές στα πλαϊνά κομοδίνα απ’ την ψυχαναγκαστική ανάγκη για καθαριότητα κι απ΄τους δυο μας. Πράγματα όλα με κοινή πορεία και κοινά όνειρα.

Δε χάνονται αυτά. Δε σβήνονται. Δε λησμονούνται. Μπορεί για λίγο. Μπορεί για πολύ. Όχι όμως οριστικά. Είναι τονωτικό για το εγώ μου, ακόμη κι αν η ζωή προχωρά, να ξέρω ότι στάλες αναμνήσεων που αγγίζουν το “κάποτε εμείς” θα βρέχουν τα μάτια σου. Η αίσθηση ότι πάντοτε θα υπάρχει κάτι που θα σου θυμίζει εμένα, δίνει αξίωση στο δικό μας μοναδικό παρελθόν. Οι επιλογές του “κάποτε εμείς” που ανήκουν εκεί πίσω, θα επηρεάζουν πάντα τη βαρύτητα των αποφάσεων του εδώ και τώρα.

Πριν κλείσω, μην ξεχάσω να πω το σημαντικότερο όλων. Ό,τι σου θυμίζει εμένα, θυμίζει και σε μένα εσένα. Οπότε, όπως και να’ χει, το σκορ θα είναι πάντα 1-1 ή Χ. Κι αυτή η ισοπαλία θα κατοικεί στο τότε και στο τώρα. Πάντα.

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου