Και ‘ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα. Ναι. Γιατί η ζωή δεν είναι παραμύθι. Γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη, έχει (σπάνια) happy endings αλλά έχει κι άδοξα τέλη και σκαμπανεβάσματα. Γιατί η ζωή είναι καρδιογράφημα ενός επιζώντος από κάμποσες κακουχίες. Η ζωή δεν είναι μια ευθεία γραμμή που πρέπει να ισορροπήσεις πάνω της. Δεν είναι μια γραμμή που πρέπει να την περάσεις με επιτυχία για να φτάσεις στην επόμενη. Δεύτερη ζωή δεν έχει, αλλά κι αυτή η μία, αν δε σου βγει, δε σημαίνει ότι απέτυχες. Βλέπεις, δεν είναι όλοι γεννημένοι για να ζήσουν την ιδεατή ζωή. Κάποιοι τη ζούνε σε μικρά –καθημερινά, εβδομαδιαία ή και μηνιαία– σενάρια. Και δεν έχουν όλα τα σενάρια χαρούμενο τέλος, γιατί πολύ απλά έτσι είναι η ζωή.

Κρεσέντο απαισιοδοξίας; Μπα, μια ρεαλιστική αποτύπωση των όσων συμβαίνουν πίσω από τις ωραιοποιήσεις μιας οθόνης. Όχι! Σήμερα δεν είμαι τόσο χαρούμενη όσο φαίνομαι. Όχι! Σήμερα ούτε εκείνος είναι τόσο ευτυχισμένος, όσο κι αν προσπαθεί να σε πείσει για το χαμόγελό του. Μη ρωτάς το γιατί. Η απάντηση είναι γνωστή. Γιατί είναι ζωή, και πού και πού μας συμβαίνει να κλείνουμε το μάτι στο σκοτάδι.

Σήμερα, θέλησα να σε πλανέψω. Σήμερα θέλησα να σε κάνω να πιστέψεις πως η ζωή μου είναι αξιοζήλευτη. Πως αυτή τη μέρα που εσύ μισείς, εγώ την αγαπώ. Την αγαπώ γιατί θα κάνει εσένα να νιώσεις κάτι. Εκνευρισμό; Ενθουσιασμό; Ζήλια; Θαυμασμό; Δεν ξέρω. Από ‘σένα εξαρτάται. Τουλάχιστον, θα νιώθω καλά με ‘μένα γιατί σε έκανα να νιώσεις τη στιγμή που εγώ δεν ένιωθα. Κι όταν δε θα νιώθεις ούτε εσύ, θα ανοίξεις το ρημάδι το τηλέφωνο και θα ψάξεις τις ζωές των άλλων. Αυτών που σε κάνουν και ‘σένα να νιώθεις κάτι.

Κι εγώ το έκανα. Και ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι αυτοί ζήσανε καλά κι εμείς χειρότερα. Κατάλαβα ότι μας κοροϊδεύουν μες στα μούτρα μας. Γιατί θέλουν να μας κάνουν να νιώσουμε κάτι. Όχι για μας. Εξάλλου, ποιος νοιάστηκε; Θέλουν να μας κάνουν να νιώσουμε κάτι γι’ αυτούς. Και κάπως έτσι, εγώ αλλά κι εσύ, που χτίζεις τα όνειρά σου βασισμένος σε ζωές που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, νομίζεις ότι αποτυγχάνεις μέρα παρά μέρα. Ποστάρισμα ανά ποστάρισμα.

Έτσι ξαφνικά, λοιπόν, μας προκαλώ. Και πρώτη και καλύτερη προκαλώ εμένα. Μας προκαλώ να δεχτούμε το γεγονός ότι, ναι, ίσως να ζούμε και χειρότερα στο τέλος αυτού του τάχα παραμυθιού που ζούμε. Με προκαλώ να προσγειωθώ και να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Να καταλάβω πως τα παραμύθια που μου διάβαζαν παιδί ήταν παραμύθια. Δεν ήταν ζωή. Ήταν η φαντασία κάποιου για μια εκδοχή που δε θα άγγιζε ποτέ. Κι αν αυτό μοιάζει με πεσιμισμός, εγώ το χαρακτηρίζω ωμό ρεαλισμό. Είναι η αλήθεια.

Δεν είδα δράκους. Μα συνάντησα ανθρώπους που μου θύμισαν αυτά τα χαρακτηριστικά. Δε γνώρισα πρίγκιπες αλλά είδα ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν. Δε μου μίλησε καμία μάγισσα, μα με μάγεψαν τα λόγια πολλών. Δε με είπαν Χιονάτη, μα έφαγα μήλο. Και το μήλο δε μου έκανε κακό. Μα με τάισαν φθόνο και ματαιοδοξία, κι εγώ σαν καλή μαθήτρια τα μάσησα καλά και τα κατάπια. Και τους άφησα να με κάνουν ό,τι θέλουν. Είχα γίνει Χιονάτη. Είχα πέσει σε λήθαργο από μόνη μου. Γιατί πίστεψα πως αυτό που μου πλάσαραν σαν ιδανικό, ήταν κάτι ψεύτικο. Αναληθές.

Της Χιονάτης, λοιπόν, της πούλησαν ένα μήλο. Ένα υπέροχο, αστραφτερό και κατακόκκινο μήλο, χωρίς χτυπήματα από χαλάζι. Χωρίς δαγκωματιές από πουλιά. Χωρίς σκουλήκια και σάπια κομμάτια. Της πούλησαν, λοιπόν, τη ζωή. Τη ζωή που δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Γιατί εκείνη δεν είναι αυτό που σου δείχνουν οι άλλοι. Η ζωή είναι αυτό που δε σου δείχνουν. Από εκείνα ζούμε όλοι. Από εκείνα που δε δείχνουμε, που δεν πλασάρουμε, που δεν ποστάρουμε. Και τότε η Χιονάτη ξύπνησε. Κι έζησε αυτή καλά και… Όπα! Πού το ξέρουμε ότι, όντως, έζησε καλά; Έγινε κανένα remake και δεν το θυμάμαι; Μήπως πήρε κανένα μας τηλέφωνο να μας πει πώς ήταν η ζωή της μετά το «…κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα!»;

Καταλάβατε τώρα γιατί είμαστε όλοι απογοητευμένοι, εν μέρει έστω, απ’ τη ζωή; Γιατί μας τάισαν τόσα παραμύθια, με τόσο ιδεατά και φαντασμαγορικά υπέροχα happy end, που υποσυνείδητα για να ζούμε εμείς καλύτερα επιδιώκουμε πάντα το κάτι παραπάνω. Κάτι παραπάνω από μια Χιονάτη. Κάτι παραπάνω από ένα φιλί ενός πρίγκιπα κι ένα ραβδί μιας νεράιδας. Κάτι παραπάνω απ’ τη ζωή σε ένα παλάτι. Και σου τη δίνει που δε σε λένε Χιονάτη, γιατί πώς να ζήσεις καλύτερα αν σε λένε Τζένη, ας πούμε; Γιατί πώς να ζήσεις καλύτερα αν τα βατράχια που διάλεξες δε μεταμορφώθηκαν; Και πώς να ζήσεις καλύτερα, που ζεις σε ένα σπίτι. Σκέτο.

Επομένως, μάλλον τελικά ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα. Γιατί εμάς η ζωή μας ήταν σαν καρδιογράφημα. Ήταν σαν τρενάκι του τρόμου κι όχι σαν γιγάντιος τροχός που σε πάει βολτίτσα γύρω-γύρω.  Γιατί εμάς δε μας βάφτισαν Χιονάτες και δε γεννηθήκαμε πρίγκιπες.

Ίσως, λοιπόν, να ‘χουμε ζήσει και χειρότερα. Μα μεγαλώσαμε για παραμύθια. Και θα ‘πρεπε να μη μας εντυπωσιάζει πια οτιδήποτε δεν ηχεί στα αφτιά μας 100% αληθινό. Να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε ζωές αυθεντικές. Κι ας είναι χάλια. Κι ας είναι απλά καλές. Ας είναι, όμως, ζωές δικές μας. Χωρίς καλά και καλύτερα. Χωρίς εξτραδάκια. Χωρίς τύψεις κι ενοχές που άλλη μια μέρα πέρασε και δε χτίσαμε τα παλάτια που ονειρευτήκαμε. Ας κατοικήσουμε σε μια καρδιά. Κι όσο χτυπά αυτή, θα χτυπάμε κι εμείς. Κι όταν χτυπάμε, θα κλαίμε κι ύστερα θα γελάμε, και θα ζούμε απλά καλά. Τελεία.

Συγχωρέστε με αν σας προσγείωσα απότομα. Μα έχω τελειώσει νηπιαγωγός και δε με ενθουσιάζουν πια τα χιλιοπουλημένα παραμύθια. Τα έχω διαβάσει όλα. Ξέρω πολύ καλά τι κρύβει η επόμενη σελίδα. Ξέρω πολύ καλά τι έγινε μετά απ’ το ποστάρισμα της τελευταίας τους φωτογραφίας. Αυτό που έκρυψαν καλά μετά το κλικ και το φλας.

Το ξέρω πολύ καλά γιατί το έκανα. Προσπαθούσα τόσα χρόνια να ζήσω αυτό το «κι εμείς καλύτερα» και δε μου άρεσε τελικά. Και προσγειώθηκα. Απότομα μεν, αλλά προσγειώθηκα και παρά τις αναταράξεις, τώρα που ξέρω το μυστικό της ζωής νιώθω ήδη καλύτερα. Και σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε, το μυστικό είναι πως ζήσαμε εμείς καλά και… τέλος.

 

Συντάκτης: Τζένη Άστρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη