Όταν κάποιος γίνεται γονιός, αλλάζει όλη του η ζωή. Πλέον δεν έχει να φροντίζει μόνο τον εαυτό του, αλλά δύο, τρία ή περισσότερα άτομα στο σπίτι του. Πρέπει να μεριμνήσει για τα παιδιά του, για το φαγητό τους, για τον ύπνο τους, για τη ζεστασιά τους, για όλα. Οι ευθύνες πολλές. Ας μην γελιόμαστε, δεν είναι λίγοι αυτοί οι γονείς που η οικονομική τους κατάσταση τους έχει «επιβάλλει» να εργάζονται πρωί-βράδυ για να παρέχουν στα παιδιά τους αυτά που δεν πρέπει να λείπουν από κανένα παιδί. Τι γίνεται, όμως, όταν εμείς σαν μικροί καλούμαστε ­­­–παρά τη θέλησή μας– να βιώσουμε την πολύωρη απουσία της μαμάς και του μπαμπά απ’ το σπίτι;

Η εικόνα μιας ιδανικής οικογένειας ξεκινάει το πρωί με όλα τα μέλη της φαμίλιας να κάθονται στο τραπέζι και να απολαμβάνουν το πρωινό τους. Υπέροχη εικόνα, δε λέω, αλλά η πραγματικότητα πολλές φορές δείχνει το άλλο πρόσωπό της. Ήμασταν, που λέτε, κι εμείς που δεν παίρναμε πρωινό μαζί με τους δικούς μας. Βάζαμε μόνοι μας γάλα με δημητριακά για να φάμε και παίρναμε και πάλι μόνοι μας το δρόμο προς το σχολείο διπλοτσεκάροντας τις διασταυρώσεις για να περάσουμε, όπως μας είχαν μάθει οι γονείς μας, οι οποίοι ξυπνούσαν πριν καν βγει ο ήλιος για να πάνε στις δουλειές τους.

Με τον ίδιο τρόπο επιστρέφαμε κιόλας. Πρώτη σκέψη; Ας ζεστάνω στα μικροκύματα το καλομαγειρεμένο φαγάκι της μαμάς που έφτιαξε χθες βράδυ. Και μετά απ’ αυτό; Θα μαζέψω τα πιάτα στο νεροχύτη για να τα δει η μαμά κι ο μπαμπάς και να χαρούν μιας και θα ‘ναι κουρασμένοι. Ώρα για διάβασμα τώρα! Θα μάθω τέλεια την ορθογραφία μου για να μην κάνω κανένα λάθος το βράδυ που θα με εξετάσουν.

Είχε φτάσει πια σχεδόν απόγευμα όταν κοντεύαμε να τελειώσουμε τα μαθήματά μας κι όταν ακούγαμε εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο των κλειδιών στην εξώπορτα. Ήταν η μαμά κι ο μπαμπάς. Τι χαρά κι αυτή! Μετά από τόσες ώρες είχαν γυρίσει επιτέλους σπίτι.

Κι εκεί άρχιζε «η ώρα του παιδιού». Ήταν η αγαπημένη μας ώρα, αναμφίβολα. Αγκαλιές, φιλιά, συζητήσεις, παιχνίδια. Πράγματα απλά μα τόσο πολύτιμα. Και για εμάς τα παιδιά, αλλά και για τους γονείς μας. Η κούραση στα πρόσωπά τους εξαφανιζόταν κι έδινε τη θέση της σε ένα όμορφο και ζεστό χαμόγελο. Και κάπως έτσι ερχόταν η ώρα που θα πηγαίναμε για ύπνο. Ποτέ δε μας έλειψε εκείνο το τρυφερό φιλί στο μέτωπο κι η γεμάτη αγάπη «καληνύχτα». Το παράπονό μας, όμως, δεν μπορούσαμε να το κρατήσουμε μέσα μας.

-Μαμά, μπαμπά, θα αργήσετε να γυρίσετε αύριο;

-Δεν έχουμε πει, καμάρι μου ότι η μαμά κι ο μπαμπάς δουλεύουν τόσο για να μη σου λείψει εσένα τίποτα;

-Ναι, το ξέρω, αλλά μου λείπετε εσείς.

-Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για ‘σένα, μικρό μου.

-Σας αγαπάω πολύ!

-Κι εμείς σ’ αγαπάμε!

Ήταν ένας διάλογος που γινόταν συχνά-πυκνά. Μέχρι που μεγαλώσαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι όλα αυτά  όντως γίνονταν για εμάς. Γιατί πέρα απ’ τα υλικά αγαθά που μας πρόσφεραν οι δικοί μας, έμμεσα, μας έδωσαν την ευκαιρία να γίνουμε πιο υπεύθυνοι, πιο ανθεκτικοί, πιο ανεξάρτητοι. Δεν υπήρξαμε ποτέ προσκολλημένοι πάνω τους γιατί και να θέλαμε ήταν αδύνατον με αυτούς να λείπουν ώρες απ’ το σπίτι.

Ωστόσο, δε στερηθήκαμε ούτε την αγάπη, ούτε την τρυφερότητα, ούτε τίποτα. Οι –έστω και λίγες– στιγμές που περνούσαμε μαζί τους ήταν ουσιαστικές. Μάθαμε να τους εκτιμάμε γι’ αυτό που είναι αλλά και γι’ αυτό που γίναμε εμείς μαζί τους. Και γίναμε άνθρωποι που από μικρή ακόμα ηλικία κατά κάποιο τρόπο είχαμε ενηλικιωθεί. Είχαμε ωριμάσει.

Δεν μπορούμε να κρατήσουμε μούτρα, λοιπόν, στους γονείς μας που ήταν ώρες στη δουλειά γιατί ένας Θεός ξέρει πόσο μπορεί να τους λείπαμε εμείς! Αντιθέτως, οφείλουμε να τους ευχαριστούμε και να τους είμαστε ευγνώμονες για τις αξίες και τις αρετές που μας δίδαξαν, για την αγάπη που μας χάρισαν απλόχερα και για τις θυσίες που έκαναν στο βωμό του ονόματός μας.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ανδριάνας Νίκου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ανδριάνα Νίκου