Πάνε χρόνια απ’ το συμβάν, αλλά ακόμη το θυμάμαι. Μου είχε ανακοινώσει η κολλητή μου ότι η μεγάλη της αδερφή μετακόμιζε και θα είχε όλο το δωμάτιο για την πάρτη της. Είδα την αδερφή της να φτιάχνει βαλίτσες και να στοιβάζει ό,τι είχε δικό της μέσα στο σπίτι σε ένα αμάξι και να φεύγει. Είχα δει όμως και το βλέμμα της. Λίγη στεναχώρια, πολύς ενθουσιασμός και κάτι απροσδιόριστο που έμοιαζε με φόβο.

Πέρασε καιρός για να μπορέσω να καταλάβω τι ήταν αυτό που φοβόταν ακριβώς. Δεν ήταν το καινούριο ξεκίνημα ούτε η αλλαγή. Ήταν η απόσταση. Η οικογένειά της θα συνέχιζε χωρίς να είναι εκείνη εκεί να ζει κάθε αστεία στιγμή και κάθε αγκαλιά που θα έπεφτε. Θα τα ζούσε όλα από απόσταση κι από όσα θα αφηγούνταν οι γονείς και τα αδέρφια της.

Ως μεγαλύτερο παιδί είσαι το πρώτο που θα κάνει τα πάντα και θα ανοίξει το δρόμο για τα υπόλοιπα αδέρφια. Είσαι εσύ που θα τσακωθείς με τους γονείς σου την πρώτη φορά που θα θες να βγεις μόνος με τους φίλους σου κι είσαι εκείνος που θα πρέπει να διαπραγματευθεί τα όρια και την προσαρμογή τους καθώς μεγαλώνεις. Καμιά φορά είσαι και το άτομο στο οποίο θα στραφούν τα μικρότερα αδέρφια σου για συμβουλές αισθηματικού τύπου.

Πολλές φορές ίσως νιώθεις κιόλας ότι είσαι ο συνδετικός κρίκος της οικογένειας. Αυτός που φέρνει τους γονείς κοντά στους υπόλοιπους και τα αδέρφια σου πιο κοντά στο σκεπτικό των γονιών. Υπήρξες σε πολλές περιπτώσεις και γονέας κι αδερφός. Ίσως έχεις αλλάξει πάνες κι έχεις μαλώσει τους μικρότερους, αλλά την έχεις πει και στους γονείς σου όταν γίνονταν άδικοι με τα αδέρφια σου.

Όταν, λοιπόν, έρθει η στιγμή να περάσεις απ’ την πόρτα του σπιτιού σου γνωρίζοντας ότι η μόνιμη κατοικία και το καινούριο σου σπιτικό θα είναι πια, αλλού, τρομάζεις. Ήσουνα και γονιός κι αδερφός, ήσουν αυτός που πίστευες ότι τους στήριζε όλους κι ανησυχείς μη χαθούν χωρίς εσένα, απλά για να δεις μερικές μέρες ή μερικούς μήνες μετά ότι μια χαρά συνεχίζεται η ζωή στο πατρικό σου και χωρίς εσένα.

Το πράσινο τερατάκι ονόματι ζήλια θα τρυπώσει στην καρδούλα σου. Βλέπεις ότι περνούν το ίδιο καλά, κάνουν πράγματα κι έχουν στιγμές τις οποίες εσύ δεν είσαι εκεί να δεις. Έτσι, μαθαίνεις απ’ τη μητέρα σου για τον χάλια βαθμό που πήρε η αδερφή σου κι αναστατώθηκε ή για το ότι ο αδερφός σου χώρισε και το πήρε κατάκαρδα.

Φρικάρεις κι αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι η επαφή μαζί τους θα είναι κάπως έτσι από ‘δω και στο εξής. Τα νέα τους θα τα μαθαίνεις απ’ τη μαμά που είναι κι η μόνη που θα σε ψάξει να τα πείτε επί καθημερινής βάσεως. Νιώθεις ότι οι μεταξύ σας δεσμοί αλλοιώνονται κι όσο εσύ είσαι απασχολημένος να φτιάχνεις το καινούριο σου σπίτι και να προσαρμόζεσαι στα νέα δεδομένα, εκείνοι συνεχίζουν τη ζωή τους αφήνοντάς σε στην απέξω να τα μαθαίνεις όλα από τρίτους. Πληγώνεσαι κιόλας που δε σε ψάχνουν πια για να τα πείτε παρά μόνο μια στο τόσο.

Αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι όπως η ζωή συνέχισε για σένα, έτσι γίνεται και με αδέρφια σου. Θες να τους καλέσεις να δεις τι κάνουν, αλλά βάζεις πείσμα και δεν το κάνεις για να δεις πότε θα σε θυμηθούν κι ας κρυφοκοιτάς τα προφίλ τους στο facebook για να μένεις έστω και λίγο ενήμερος. Κι εννοείται δε σταματάς λεπτό να σκεφτείς ότι τις ίδιες σκέψεις με σένα ίσως κάνουν κι εκείνοι.

Πνίγεσαι και χάνεσαι σε ανύπαρκτα σενάρια κι αρχίζεις να αμφιβάλλεις για την απόφαση που πήρες. Σκέφτεσαι πόσο θα ήθελες να ήσουν τώρα πίσω στο πατρικό σου παρέα με τα αδέρφια σου και με τα φώτα κλειστά να δουλεύετε ο ένας τον άλλο και να χαζολογάτε για κάθε βλακεία που σας έρχεται στο κεφάλι μέχρι το πρωί.

Μέχρι που δεν αντέχεις άλλο και φτάνεις στο σημείο να ρίξεις τον εγωισμό σου και να κάνεις εσύ το πρώτο τηλεφώνημα. Δεν είσαι ο μόνος που έκανε αυτή τη σκέψη όμως. Με το που παίρνεις το τηλέφωνο στο χέρι βλέπεις κλήση απ’ τον αδερφό σου. «Τι έγινε ρε» σου λέει «το έφτιαξες επιτέλους το σπίτι; Πότε θα κεράσεις καφέ; Έχουμε καιρό να τα πούμε. Άσε που θέλω και περισσότερες συμβουλές για το θέμα που λέγαμε».

Συντάκτης: Γεωργία Ευστρατίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη