Τις έχω ακόμα τις φωτογραφίες μας στο κινητό μου, το παραδέχομαι. Καμία φορά, μέσα στη μέρα, τις κοιτάω κιόλας. Τις σκρολάρω απ’ την αρχή μέχρι το τέλος μας. Πώς με κράταγες αγκαλιά στην αρχή μας, πώς με κοίταζες λες κι ήμουν η βασίλισσά σου, πώς με φίλαγες και τις χαζομάρες που κάναμε μπροστά στο φακό. Αναρωτιέμαι πού χάθηκε το βλέμμα σου όλο ενθουσιασμό, καρφωμένο πάνω μου. Στις τελευταίες μας φωτογραφίες, λίγο πριν χωρίσουμε, απλά ποζάρεις τυπικά δίπλα μου, μάλλον προσποιούμενος τον χαρούμενο.

Να ξέρεις, τις κρατάω όλες μας τις φωτογραφίες, δε θα τις σβήσω. Είναι ο θησαυρός μου, ό,τι απέμεινε από εμάς για να έχω να θυμάμαι. Πρέπει, όμως, να προχωρήσω, δε γίνεται άλλο. Να τις σβήσω ξέχασέ το, κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Θα σταματήσω να τις βλέπω καθημερινά, το υπόσχομαι στον εαυτό μου. Γιατί το ξέρω ότι δε μου κάνει καλό να χαζεύω το παρελθόν μας σε παγωμένες στιγμές, αλλά επιμένω να το κάνω.

Μαζοχισμός λέγεται, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω τόσο απλά. Γιατί μου λείπεις όπως ήσουν τότε, δε μου λείπει ο τωρινός εαυτός σου. Άλλαξες με τον καιρό, το ξέρω, το είδα. Μου λείπει αυτός που ήσουν όταν ήμασταν μαζί. Μα πιο πολύ μου λείπει ο εαυτός μου ενώ ήμασταν μαζί. Αλλιώς μιλούσα, σκεφτόμουν και συμπεριφερόμουν, ακόμα και το βλέμμα μου ήταν πιο ήσυχο, γαλήνιο. Φαίνονται όλα αυτά μέσα απ’ τις φωτογραφίες μας.

Ήταν αλλιώς το βλέμμα μου, πιο ήρεμο και καθαρό -και το δικό σου το ίδιο. Στις φωτογραφίες σου τώρα με ‘κείνη είσαι αλλιώς, τόσο αλλιώς που δυσκολεύομαι να σε αναγνωρίσω. Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που αγάπησα κι αγαπώ ακόμα. Αλλάξαμε κι οι δύο. Στις φωτογραφίες μας είναι δύο άλλοι άνθρωποι, που δεν υπάρχουν πια, δημιουργήθηκαν απ’ το «μαζί» και πέθαναν στο «αντίο». Είμαστε κάποιοι άλλοι, κάποιοι γνωστοί μας, ίσως, που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ.

Περνούν χιλιάδες αναμνήσεις απ’ το μυαλό μου βλέποντας τις φωτογραφίες μας. Το πρώτο μας ταξίδι στη Γαλλία, που φοβόμουν το αεροπλάνο και με πήρες αγκαλιά. Το πρώτο μας καλοκαίρι, στην παραλία που πίναμε μπίρες με ένα φιλικό μας ζευγάρι. Όταν έφτιαξα ανεπιτυχώς το αγαπημένο σου φαγητό κι εκείνη τη φορά που ήρθα κουρασμένη απ’ τη δουλειά και σε βρήκα να με περιμένεις με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι. Αναμνήσεις που ακόμα κι αν σβήσω τις φωτογραφίες δε θα πάψω να τις θυμάμαι.

Δε με βοηθάνε οι φωτογραφίες μας να σε ξεχάσω γιατί σκοτώνουν το παρόν μου. Ωραίες οι αναμνήσεις μας, δε λέω, αλλά δε μου προσφέρει τίποτα να ζω στο παρελθόν. Πρέπει κάποτε να κλείσω το κουτί των περασμένων στιγμών και να ανοίξω το κουτί του τώρα. Να φτιάξω καινούριες αναμνήσεις με εμένα και φίλους. Να το ξεχειλίσω με όμορφες στιγμές, έτσι ώστε το κουτί του μέλλοντός μου να είναι ακόμη πιο όμορφο, ίσως με έναν άνθρωπο που θα ‘ναι πραγματικά δίπλα μου.

Με ρίχνει πολύ ψυχολογικά όλο αυτό και πρέπει να βρω τη δύναμη να το σταματήσω. Άραγε εσύ κρατάς ακόμα τις φωτογραφίες μας; Άραγε τις βλέπεις κι εσύ κάποτε, κρυφά από ‘κείνη; Είναι κάτι που ίσως δε θα μάθω ποτέ, όσο κι αν με καίει. Και να σου πω και το άλλο το τρελό, εγώ το πήγα σε άλλο επίπεδο. Δεν κοιτάω απλά τις φωτογραφίες μας, μα έχω και μια δική σου στο πορτοφόλι μου, όποτε το ανοίγω σε βλέπω. Πόσο creepy πια;

Κανείς δεν ωφελήθηκε απ’ το να ζει στο παρελθόν, όσο όμορφο κι αν υπήρξε. Η ζωή είναι τώρα και πρέπει να τη ζήσω μακριά από εσένα, δυστυχώς ή ευτυχώς. Θα κάνω μια προσπάθεια να σταματήσω να βλέπω τις φωτογραφίες μας. Θα ξεκινήσω με το να σκίσω αυτήν που κρατάω στο πορτοφόλι μου, απόψε κιόλας, μόλις γυρίσω σπίτι μου ή ίσως από βδομάδα. Δεν ξέρω. Θα τη σκίσω πάντως -κάποτε.

Συντάκτης: Στέλλα Πέτρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη