Παλιά είχαμε τα Game Boy, εκείνα τα γκρι, μπαμπάτσικα, μαραφέτια, που μια φορά κι έναν καιρό ζητούσαμε όλοι απ’ τον Άγιο Βασίλη, επειδή ήμασταν καλά παιδιά. Δεν υπήρχε, σου λέω, cool συμμαθητής που να μην είχε ένα, έτσι ασχημούτσικο κι άκομψο όπως ήταν, άχρωμο κιόλας (ναι, τόσο μεγάλη είμαι), με πέντε-έξι παιχνίδια ο καθένας, τα οποία ανταλλάσσαμε πού και πού για να ανανεωνόμαστε, καθώς ήταν πανάκριβα τα άτιμα κι οι γονείς μας μάς έπαιρναν από ένα κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, «για να μην αποβλακωνόμαστε».

Βέβαια, εμένα μου ήταν αρκετό εκείνο το ένα, Tetris το έλεγαν, καθώς τα άλλα είχαν τερματισμό, κι άπαξ και τον φτάσεις τον τερματισμό, ποιος ο λόγος να παίξεις το παιχνίδι απ’ την αρχή; Έτσι σκεφτόμουν, έτσι ακριβώς σκέφτομαι και σήμερα για πολλά άλλα θέματα, τώρα καλό είναι αυτό ή κακό, ιδέα δεν έχω κι ούτε είναι της παρούσης. Άσχετο που υπήρξα μεγάλος νουμπάς και δεν τερμάτισα ποτέ κανένα, εμένα πάντα με εξίταραν τα παιχνίδια στα οποία καλείσαι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, ξέρεις, εκείνα τα καμένα που μπορείς να παίζεις μερόνυχτα ολόκληρα και να μην καταλαβαίνεις πώς πέρασε η ώρα, γιατί κυκλοφορεί στο δρόμο κόσμος με λαμπάδες ενώ πριν λίγο κόψατε βασιλόπιτα, τι χρονολογία έχουμε και τα λοιπά.

Στο σημείο αυτό, να σου αναφέρω πως αγόρασα όλες τις επόμενες φορητές παιχνιδομηχανές της εταιρίας, τις έγχρωμες, τις μίνι, τις αναδιπλούμενες με το μολυβάκι, τις touchscreen, αλλά πάντα επέμενα σε εκείνη τη vintage, πρώτη μου συσκευή, που ναι μεν έμοιαζε πια με χοντροκομμένη πατάτα, αλλά ήταν πολύ οικεία στα χέρια μου και δεν πάθαινε τίποτα όταν την κοπανούσα απ’ τα νεύρα μου, γιατί κι από αυτά είχα μπόλικα. Άσε που το Tetris δεν ήταν το ίδιο απολαυστικό σε καμία μοντέρνα του εκδοχή.

Και πέρασε ο καιρός, και πήρα κινητό, και το φιδάκι έδινε κι έπαιρνε. Τσίκι-τσίκι-τσίκι με τα πλήκτρα 2-6-8-4, δεν υπάρχει παιδί των 00s που να μην έχασε μέρες απ’ την εφηβεία του παίζοντας αυτήν την μαλακία, που αναμφίβολα υπήρξε πρόδρομος όλων των παιχνιδοapps που ακολούθησαν. Πού να φανταζόμασταν τότε πως τα παιχνίδια στο μέλλον δε θα ερχόντουσαν παρέα με τη συσκευή μας, αλλά θα είχαμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε οι ίδιοι αυτά που μας ταιριάζουν μέσα από μια θάλασσα εκατομμυρίων επιλογών; Και φτάσαμε στην εποχή των smartphones, και το θαύμα έγινε!

Ήμουν πια φοιτήτρια, λοιπόν, κι εκεί που έλεγα θα ωριμάσω, ξεκίνησα το Bubble Bobble, κι ήρθε η μέρα που βρέθηκα στα ΚΤΕΛ για να πάω σουκού στο πατρικό μου, έφτασα και σαράντα πέντε λεπτά νωρίτερα όμορφα κι ωραία (είχα δηλαδή χρόνο να κάνω ένα high score στο τσακ-μπαμ) και τσούκου-τσούκου πέρασε η ώρα, πέρασε και το λεωφορείο με τους σαράντα επιβάτες και τις βαλίτσες τους από μπροστά μου, πέρασε κι ένα ακόμη τέταρτο bonus, επειδή δε φτάνει να είσαι ηλίθιος, πρέπει να το αποδεικνύεις κιόλας, κι επιτέλους ξύπνησα και πήγα να ρωτήσω έξαλλη στον γκισέ πού στο διάολο ήταν το λεωφορείο και πως ήταν απαράδεκτο να περιμένω τόση ώρα. Να μη σου τα πολυλογώ, μου εξήγησε ο κυριούλης ευγενικά πως δεν είναι δυνατόν να περιμένω και τόση πολλή ώρα, καθώς το δρομολόγιο έφυγε κανονικά προ τετάρτου και, τι να κάνω, έβαλα καπαρντίνα, καπέλο και γυαλιά και στήθηκα στην ίδια θέση να περιμένω για το επόμενο -μη δώσω και στόχο και μας πούνε τίποτα ντουβάρια, καταλαβαίνεις.

Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, να σου εκμυστηρευτώ, καθώς μετά, ούσα απόφοιτη, ξεκίνησα το Candy Crush, κι η ιστορία πάει το ίδιο μέχρι σήμερα που παίζω και Candy, και Toy Blast, άσε που έχω συμπαθήσει κόσμο απλά και μόνο επειδή μου στέλνει ζωές, άσε που μαλώνω με την αδερφή μου όταν με αγνοεί και δε μου στέλνει η ίδια, καθώς «αν δε σε στηρίξει το ίδιο σου το αίμα ποιος θα το κάνει, Αλεξάνδρα, οι ξένοι;». Και μετά, φυσικά, ακολούθησαν κι άλλα, καθώς στην εποχή των free applications, αν ένα πράγμα είναι εύκολο, αυτό είναι να περάσεις το χρόνο σου και να μη σκέφτεσαι, έστω σκάζοντας απλά καραμέλες και μπαλίτσες.

Μια χαρά είμαστε, γιατρέ μου, εμείς που τρώμε σκαλώματα με ανούσια παιχνίδια στο κινητό, καθώς έχουν τη δυνατότητα να μας ξεκουράζουν το μυαλό, να μας κάνουν να ξεφεύγουμε απ’ τα άγχη και τα ζόρια μας, έστω για λίγο, κάνουν την αναμονή σε γιατρούς και σε στάσεις λιγότερο εκνευριστική και πάνω απ’ όλα μας διασκεδάζουν όταν δε θέλουμε να μιλήσουμε σε άνθρωπο ή θέλουμε να κάνουμε ένα log out απ’ την πραγματικότητα -είτε για ένα δωδεκάλεπτο είτε για ένα δωδεκάωρο.

Δεν ενοχλούμε κανέναν, με λίγα λόγια, οπότε ας συνεχίσουμε κανονικά αυτό που κάνουμε, αρκεί να έχουμε υπομονή, επιμονή, ένα πρόχειρο power bank για ώρα ανάγκης, κι ανθρώπους που μας νοιάζονται αρκετά ώστε να σηκώνουν το κουλό τους και να μας στέλνουν πού και πού καμιά ζωή, μην τους πάρει και τους σηκώσει και μας δούνε καμιά μέρα στην Αννίτα να λέμε τον πόνο μας.

Αλεξάνδρα, ακούς; Έτσι μπράβο!

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη