Είχα μεγάλα όνειρα για εμένα, όχι μεγαλύτερα από αυτά που είχε η μαμά μου για εμένα, αλλά είχα. Πολύ μικρή ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, μοντέλο, στιλίστρια και πολλά άλλα. Ξέρεις όμως αυτό που λένε πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει; Ε, γεννήθηκα παράφωνη, κοντή και με μεγάλη απέχθεια για την επιφανειακότητα της γρήγορης μόδας και τελικά δεν έγινα τίποτα από τα τρία. Μια χαρά, κανένα πρόβλημα, εν τω μεταξύ με βρήκε κάπου η πραγματικότητα, τα είπαμε κι έγινα καθηγήτρια. Για πιο μετά βλέπουμε.

Καθηγητές, δάσκαλοι, διορισμένοι ή μη, δε θα ξεχωρίσω, όχι πως δεν έχει σημασία ο διαχωρισμός, απλώς δεν είναι του παρόντος. Όσες διαφορές κι αν έχουμε μεταξύ μας, μία είναι η κοινή μας συνισταμένη. Ότι κάθε (μα κάθε) φορά που κάποιος θα μας ρωτήσει τι δουλειά κάνουμε η συζήτηση θα καταλήξει στο συμπέρασμα «και τι ανάγκη έχετε εσείς, τρεις μήνες το χρόνο καθόσαστε, βάλε και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ζωάρα κάνετε». Ένα ευρώ να είχε ο καθένας μας για κάθε φορά που ακούμε αυτή τη φράση, τότε δε θα χρειαζόταν να δουλεύουμε ούτε τους υπόλοιπους μήνες.

Ξέρεις, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, όχι πως σε παρεξηγώ για την οπτική σου, απλά να σου ξεκαθαρίσω. Καθηγητής ή δάσκαλος δε σημαίνει πάντα βολεμένος. Σημαίνει να περιμένεις σε ατέλειωτες λίστες για χρόνια και να μη διορίζεσαι και να σε παίρνουν στα ξαφνικά αναπληρωτή σε κάποια παραμεθόριο περιοχή που αναγκαστικά δήλωσες και να τα παρατάς όλα και να ψάχνεις σπίτι στη μέση του πουθενά, σπίτι που στο μεταξύ πρέπει να το ζήσεις με τα ψίχουλα που σου δίνουν, για όσο αυτοί σου πουν. Άσε που εκείνους τους τρεις μήνες που τόσο ζηλεύουν όλοι, εσύ συνήθως ιδροκοπάς να τους βγάλεις πέρα, καθώς δεν πληρώνεσαι από κανέναν, το ίδιο και τις γιορτές, το ίδιο και τα Χριστούγεννα. Βλέπεις, από το συνολικό δυναμικό των καθηγητών της χώρας, είναι διορισμένο μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό· οι υπόλοιποι δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα (που σημαίνει πως έχεις αφεντικά τα οποία στην πλειοψηφία τους θα βρουν δεκάδες παραθυράκια στο νόμο για να μη σου δώσουν αυτά που δικαιούσαι, βλέπε δώρα κι επιδόματα) ή κάνεις ιδιαίτερα, οπότε πρέπει ταχυδακτυλουργικά να τα φέρεις όλα εις πέρας για να μη βγάλεις το καλοκαίρι σου με φακές.

Όταν είσαι καθηγητής οι άλλοι ξέρουν πάντα «καλύτερα» από εσένα· στην αρχή είσαι «πολύ μικρός, μη μιλάς, θα μάθεις», μετά είσαι «πολύ μεγάλος, έχει προχωρήσει ο κόσμος, δε συμβαδίζεις», αν πάλι δεν έχεις δικά σου παιδιά, εκεί να δεις πόσο δεν ξέρεις. Έχεις να κάνεις με γονείς τύπου «το παιδί μου δεν ξέρω;» κι εσύ, ενώ βλέπεις με θλίψη πόσο σπαρακτικά σύνηθες είναι να μην ξέρει ένας γονιός το παιδί του, προσπαθείς να μιλήσεις όσο πιο ευγενικά μπορείς μπας και βοηθήσεις και καταλήγεις να κάνεις γαργάρα την επιστήμη σου, άλλωστε δεν ξέρεις το παιδί τους καλύτερα από αυτούς, τα είπαμε.

Κι ας πιστεύουν κάποιοι γονείς πως το παιδί τους θα έπρεπε να είναι στη Mensa «αλλά δεν κάθεται να διαβάσει, τι να τον κάνω» ενώ θέλεις να τους πεις πως το δόλιο, έτσι όπως το έχουν φορτώσει κάνει πραγματικά ό, τι μπορεί, απλώς ίσως και να μπορεί μέχρι εκεί. Κι ας σου φέρνουν παιδιά τα οποία έχουν εμφανείς μορφές αυτισμού ή καραμπινάτες μαθησιακές δυσκολίες, κι ενώ θέλεις να τους πεις πως για το καλό του παιδιού τους πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον παιδαγωγό με ειδικές γνώσεις, εκείνοι επιμένουν πως «μην πας με τα νερά του, είναι τεμπέλης, ξέρω εγώ», «δε στρώνεται, άμα στρωθεί όλα τα μπορεί» κι πόσα άλλα τέτοια ωραία κι εσύ να πονάς για το παιδί που αναγκάζεται να βλέπει κάτι τόσο ωραίο σαν τη μάθηση ως καταναγκαστικό έργο επειδή είχε την «ατυχία» να μαθαίνει διαφορετικά από τα υπόλοιπα. Τζάμπα πονάς, εσύ δεν ξέρεις, είπαμε, δεν έχεις καν δικά σου παιδιά.

Άσε που όταν είσαι δάσκαλος δεν επιτρέπεται να είσαι μόνο δάσκαλος, όπως παραδείγματος χάριν όταν είσαι πυροσβέστης· Όταν διδάσκεις πρέπει να είσαι και ηθοποιός. Πρέπει να διασκεδάζεις το κοινό σου, δε νοιάζει κανέναν αν είχες μια δύσκολη μέρα/νύχτα/χρονιά, αν χωρίζεις, αν περνάς κάποιου είδους θέμα με την υγεία σου και το περνάς δύσκολα, θα καταρρεύσεις μόλις κλείσει η πόρτα του σπιτιού σου. Όχι, δεν πρέπει απλά να είσαι κόσμιος όπως θα έκανες σε κάθε άλλη δουλειά, εσύ πρέπει να τραγουδήσεις μπροστά στο ακροατήριό σου, να χορέψεις, να αστειευτείς, να ακούσεις, να είσαι ψυχολόγος και νοσοκόμος και μάνατζερ και γονιός και γυμναστής και κλόουν κι αστυνομικός και να προσέχεις συνέχεια μην πεις κάτι που θα χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή επειδή συνήθως έχεις να κάνεις με παιδιά κι εφήβους και δεν έχεις ιδέα πόσο ευαίσθητες είναι αυτές οι ηλικίες και πόσο μπορεί να γραφτεί μια φράση σου στο μυαλό κάποιου και να καθορίσει το μέλλον του, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.

Όταν διδάσκεις αποκτάς υπερδυνάμεις· περνάς όλες τις ιώσεις στο πόδι, καθώς με τόσο φτέρνισμα, βήξιμο, σαλάκι από ένθερμους ομιλητές στα μούτρα σου δε σε σκιάζει πια τίποτα, με τα χρόνια αποκτάς αντισώματα ακόμα και για ελονοσία. Αποφασίζεις εσύ πότε θα κατουρήσεις, όχι η ουροδόχος κύστη σου, καθώς όσο πιο πολλά χρόνια διδασκαλίας έχει γράψει το κοντέρ σου, τόσο μεγαλύτερη ικανότητα γιόγκι έχεις να ελέγχεις το σώμα σου. Όσο για το φαγητό σου, εκεί ξέρεις να τρως πρώτα και να μασάς αργότερα, θα βρεις χρόνο, δε σκας. Σημασία έχει να καταπίνεις, καθώς εκεί στο δεκάλεπτο διάλειμμά σου, που θες μόνο να τσιμπήσεις κάτι, θα έρθει η μαμά του Γιωργάκη να σου μιλήσει για κάποιο θέμα ζωής και θανάτου, όπως το ότι το βλαστάρι της δεν κατάλαβε τις κτητικές αντωνυμίες με την πρώτη και «μήπως επειδή δεν τους βάζεις αρκετές ασκήσεις για το σπίτι;», όχι, όχι, μην πέφτεις στην παγίδα κανενός! Αν έβαζες πολλές ασκήσεις για το σπίτι τότε θα ήσουν ασυνείδητος, «τα παιδιά δεν έχουν μόνο εσένα, αν βάζει ο καθένας τόσα θα τρελαθούν». Μια χαρά είναι όσα τους έβαλες, μάσησε τώρα λίγο πριν έρθει κανένας άλλος. Τι σημαίνει έχεις ώρες γραφείου για τις συναντήσεις με τους γονείς; Δεν τους βολεύουν όλους αυτές οι ώρες, ξεβολέψου λοιπόν εσύ, είπαμε, κάθεσαι τρεις ολόκληρους (απλήρωτους) μήνες το καλοκαίρι.

Αν είσαι δάσκαλος μαθαίνεις να φταις· φταις που δεν κάνεις ζάφτι ένα-ένα είκοσι παιδιά μαζί, καθώς «δουλειά σου είναι» κι ας μην μπορούν άλλοι να κάνουν ζάφτι τα ίδια τους τα παιδιά στο σπίτι κι ας είναι μόνο δύο. Αν τα παιδιά δεν τα πάνε καλά στα διαγωνίσματα φταις εσύ, αν τα πάνε καλά «είναι καλό το σχολείο/το φροντιστήριο/διάβασαν».  Φταις που δε λειτουργεί καλά το e-learning καθώς το υπουργείο θα σε βαφτίσει «τεχνοφοβικό» ή «άσχετο», όχι πως τα δίκτυα κι οι πλατφόρμες που σου παρέχονται είναι για τ’ ανάθεμα. Γενικά φταις εσύ, ούτε ο εξοπλισμός που δε σου παρέχουν, ούτε οι υποδομές, ούτε τα απαρχαιωμένα βιβλία, ούτε τίποτα.

Μαθαίνεις να παίρνεις δουλειά για το σπίτι, (εργατοώρες για τις οποίες δεν πληρώνεσαι ποτέ, μην κάνεις όρεξη), να διορθώνεις γραπτά και Κυριακές κι αργίες και την ώρα του μεσημεριανού (αλήθεια, τρως ποτέ χωρίς να βιάζεσαι;), να ψάχνεις διαρκώς τρόπους για να μη σε βαριούνται, να ελέγχεις τον εαυτό σου όταν ο άλλος είναι αδιάφορος στις προσπάθειές σου να τον κάνεις να ενδιαφερθεί, να καλλιεργείς την ελάχιστη υπομονή σου εξηγώντας ενδελεχώς μια άσκηση και μετά από μισό λεπτό να σε ρωτάει κάποιος «εδώ τι κάνουμε είπαμε;», να στεναχωριέσαι όταν αντιλαμβάνεσαι τραύματα στα οποία δεν μπορείς να βοηθήσεις, να απαντάς μ’ ευγένεια στην αγένεια, να μην έχεις ώρα να διαβάσεις ένα βιβλίο έτσι για το γούστο σου, καθώς πώς να διαβάσεις βιβλίο όταν έχεις καθημερινά να διαβάσεις έναν πάκο εκθέσεις και διαγωνίσματα, να φαντάζεσαι διαρκώς πώς θα ήταν αν είχες έστω λίγο ελεύθερο χρόνο.

Ξέρεις κάτι; Γκρινιάζω λίγο, αλλά –παραδόξως- δε σου τα λέω με γκρίνια όλα αυτά. Δε σου μιλάω ούτε με την κούραση τριακονταετίας, ούτε όμως και με την έξαψη της διετίας, έχω τόση εμπειρία όση χρειάζεται για να ξέρω τι μου γίνεται και να θέλω να βελτιώνομαι. Είναι δύσκολη δουλειά η δουλειά του δασκάλου κι έχεις δίκιο να είσαι θυμωμένος με όλους αυτούς τους βολεμένους που κάθονται τόσους μήνες το χρόνο και πληρώνονται πρακτικά αδιάφοροι για όλους κι όλα, γιατί εκείνοι μόνο δάσκαλοι δεν αξίζουν να λέγονται· είναι όμως τα ξερά κοντά στα οποία καίγονται και τα χλωρά κι όπου χλωρά βάλε εσύ ανθρώπους που έχουν όρεξη και προσπαθούν ν’ αλλάξουν την κοινωνία του μέλλοντος, γιατί εκτιμάν το βήμα που τους δόθηκε κι έχουν βάλει σκοπό ζωής να κάνουν ό, τι μπορούν, ακόμα κι αν ξέρουν πως ο κόσμος πάντα θα λέει για τον Αϊνστάιν και ποτέ για το δάσκαλό του.

«Και γιατί συνεχίζεις να την κάνεις αυτή τη δουλειά αφού είναι τόσο χάλια;» θα πεις.

Να σου πω· Θα την κάνω για όσο αντέχω, επειδή δεν είναι πάντα τόσο χάλια. Είναι ξέρεις και οι μέρες εκείνες που θα σου πει κάποιος γονιός πως «από τότε που ανέλαβες το παιδί μου, αγάπησε τα αγγλικά/ τα μαθηματικά/ το σχολείο», είναι εκείνες οι αυθόρμητες αγκαλιές που θα πάρεις, ο τρόπος που θα σκεφτούνε να σου κάνουν μία μικροέκπληξη όταν έχεις τα γενέθλιά σου, είναι να βλέπεις να φυτρώνουν λουλούδια εκεί που πριν έβλεπες καμμένη γη, είναι ο τρόπος που θα σου εμπιστευτούν ένα πρόβλημά τους επειδή νιώθουν πως θα τους καταλάβεις, είναι οι έφηβοι που θα ζητήσουν τη συμβουλή σου στα προσωπικά τους, είναι που ποτέ δε μένεις πίσω στα αστεία της εποχής (αστεία που οι συνομήλικοί σου δε θα πιάσουν ποτέ όσο κι αν νομίζουν πως παρακολουθούν τις εξελίξεις, πίστεψέ με) και πάνω απ’ όλα είναι η συνειδητοποίηση πως αγαπάς τους μαθητές σου, άλλους περισσότερο απ’ όσο θες, άλλους καθόλου κι αυτό τελικά δεν έχει να κάνει ποτέ με το πόσο διαβάζουν, όπως νόμιζες τότε που ήσουν κι εσύ μαθητής.

Δεν αγαπάς ένα παιδί επειδή σου κάνει τη ζωή εύκολη, το αγαπάς γιατί είναι ο εαυτός του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους σου. Λοιπόν, ξέρεις εσύ κανένα άλλο επάγγελμα που σου δίνει την ευκαιρία να αγαπήσεις κάποιες δεκάδες ανθρώπων κάθε χρόνο, να τους αλλάξεις, να τους κάνεις να νιώσουν πως μπορούν;

Εγώ δεν ξέρω και χαίρομαι γι’ αυτό.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου