Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων όσον αφορά το «σ’ αγαπώ»· εκείνοι που το ξεστομίζουν εύκολα, με την πρώτη τρυφερή αφορμή που θα κάνει την καρδιά τους να δώσει δυο-τρεις χτύπους παραπάνω, κι οι άλλοι, εκείνοι που δε θα σου το πουν ακόμα κι αν τους υποβάλεις στα αίσχιστα των βασανιστηρίων, εκείνοι που θέλουν ένα εύλογο διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων για να αρχίσουν να αναρωτιούνται «μπας και;».

Θα μου πεις τώρα, απ’ το να μπλέξεις με κάποιον αλαφροΐσκιωτο που το λέει αβασάνιστα με την καλημέρα, αλλά δεν το εννοεί, χίλιες φορές καλύτερα κάποιος λεκτικά δυσκοίλιος, που όταν (κι αν) σου το πει, τουλάχιστον θα ξέρεις πως το εννοεί με κάθε σπιθαμή της ψυχούλας του, και θα σου δώσω όλα τα δίκια του κόσμου, επειδή κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, ο χρόνος είναι όντως σχετικός, όπως είπε ο Αϊνστάιν, κι είτε το «σ’ αγαπώ» πέσει στο τραπέζι το πρώτο τρίμηνο της σχέσης, είτε στην επόμενη Ολυμπιάδα, δεν έχει να λέει πολλά για τη βαρύτητά του, καθώς ο άνθρωπος που σου το λέει κι η αντιστοιχία των λόγων του με τις πράξεις του είναι αυτά στα οποία πρέπει να δίνεις σημασία.

Ωραία, λοιπόν, κι ας υποθέσουμε πως η φρασούλα ελέχθη, ο γενναιότερος, ή αυτός που αισθανόταν περισσότερα  την είπε πρώτος, ο χρόνος σταμάτησε στο άκουσμά της∙ και τώρα; Τι απαντάς; Δεν ξέρω ποιες είναι οι επιλογές σου, σίγουρα όμως πρέπει να φροντίσεις το «ευχαριστώ» να μην είναι μία από αυτές. Αν δεν είναι αμοιβαίο, δε χρειάζεται να καταφύγεις σε ψέματα. Φίλησε, αγκάλιασε, πες κάτι άλλο, μόνο μη μείνεις σιωπηλός, επειδή ήθελε κότσια να το πει ο άλλος πρώτος και να εκτεθεί, τρόπον τινά, μπροστά σου.

Γι’ αυτόν τον λόγο, αν επιλέξεις να πεις «κι εγώ» φρόντισε να το εννοείς, όμως ακόμα κι αν το εννοείς, να θυμάσαι πως κανένα «κι εγώ» δεν είναι ισάξιο με ένα «κι εγώ σ’ αγαπώ». Κάνουν τόση διαφορά δύο λέξεις; Κι όμως, δεν μπορείς να φανταστείς πόση διαφορά μπορούν να κάνουν στην καρδιά κάποιου δυο τόσες δα λέξεις! Είναι βαριά λόγια αυτά, λεκτικά συμβόλαια -τουλάχιστον για ‘μένα, ελπίζω και για ‘σένα. Οι λέξεις αυτές έχουν φέρει ζωές πάνω-κάτω, έχουν προκαλέσει μεταναστεύσεις, έχουν ξαναγεννήσει σχέσεις κι έχουν κάνει πόνους να ημερέψουν, είναι φυσικό κι επόμενο να πρέπει να χρησιμοποιούνται με σύνεση.

Επειδή ένα απλό «κι εγώ» κατευνάζει μεν την κατάσταση, ησυχάζει τον άλλο, αλλά είναι λίγο δειλό, αν το καλοσκεφτείς, λίγο κολπατζίδικο, λίγο «και το λέω και δεν το λέω», δείχνει φόβο, συγκράτηση συναισθημάτων, ίσως και δυσπιστία προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Οι άνθρωποι που βολεύονται μόνο σε αυτό, είτε δε νιώθουν αρκετά, είτε πνίγονται ακόμα από παλιά τους «κι εγώ σ’ αγαπώ» που τους γύρισαν οι αποδέκτες τους σαν ανάποδες σφαλιάρες κι είναι περίεργοι καιροί για συναισθηματικά ξανοίγματα, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αν πεις «σ’ αγαπώ» μπλέκεις, αυτόματα χρωστάς ευτυχία, κι όσο όμορφο είναι αυτό στην ουσία του, τόσο δύσκολο είναι στην πράξη του.

Κι αν το πεις εσύ πρώτος και δεν πάρεις την απάντηση που περίμενες; Σε αυτήν την περίπτωση λίγο να σε νοιάζει. Εσύ το ένιωσες, το είπες, το έβγαλες από μέσα σου και το έκανες για εσένα· τώρα τι νιώθει ο άλλος είναι δική του δουλειά, ούτε να τον ζορίσεις, ούτε να τον κάνεις να νιώσει υπόχρεος πρέπει. Η αγάπη είναι ελευθερία, όχι φυλακή, και σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, αν όντως αγαπάς κάποιον, τότε οφείλεις να του δίνεις το ελεύθερο να σε αγαπήσει με τους δικούς του ρυθμούς, να του δίνεις επίσης το δικαίωμα να μη σε αγαπήσει και ποτέ αν δε θέλει.

Και ποια είναι, τελικά, η σωστή απάντηση στο «σ’ αγαπώ»; Τώρα που το σκέφτομαι δε νομίζω να ‘ναι καμία από τις παραπάνω. Η σωστή απάντηση είναι εκείνη που είναι αληθινή, που σε κάνει να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, που σε κάνει να παραμένεις ο εαυτός σου και να μπορείς να κοιτάζεις τον άλλον στα μάτια όταν την ξεστομίζεις. Είτε αυτή είναι «κι εγώ», είτε «κι εγώ σ’ αγαπώ», είτε «εγώ όχι».

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη