Μαμά.

Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που ξεστόμισα αυτή τη λέξη.

Αυτή τη λέξη που περικλείει μέσα της όλη την αγνή, ανεπιτήδευτη, απόλυτη αγάπη που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος για κάποιον άλλο.

Κι αυτή, ήταν το σημαντικότερο εφόδιο που μου έδωσες, μαζί με όλες τις συμβουλές που δίνει μία μάνα στο παιδί της.

Τα χρόνια περνούσαν και μαζί τους και όλες οι δυσκολίες. που έπρεπε να αντιμετωπίσεις για να με μεγαλώσεις μόνη σου.

Πάλεψες, κουράστηκες, ξενύχτησες, αλλά τα κατάφερες.

Μαζί τα καταφέραμε.

Ήμασταν η μία για την άλλη. Ήμασταν ένα.

Μακρινό παρελθόν πια.

Τώρα με συντροφεύουν μόνο οι αναμνήσεις.

Κάποιες είναι έντονες και γεμάτες από λουλουδιστές μυρωδιές που λάτρευες.

Κάποιες άλλες, μετατρέπονται σε αρπαχτικά πουλιά που μου σκίζουν τη σάρκα τα βράδια που πέφτω να κοιμηθώ.

Αναμνήσεις μιας άνισης μάχης από την αρχή, που έδωσες με όλη τη δύναμη και την αξιοπρέπεια που σε χαρακτήριζαν, μέχρι την τελευταία σου ανάσα.

Κι εγώ που έμεινα πίσω, ως η τελευταία απόδειξη της οικογένειάς μας, δεν παλεύω για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να είμαι δυνατή. Όπως μου ζήτησες. Όπως με δίδαξες. Και τα καταφέρνω.

Είμαι δικό σου κομμάτι άλλωστε.

Ζω και αναπνέω για να σε κάνω περήφανη.

Για να καταφέρω να σου ανταποδώσω στο απειροελάχιστο, όσα έκανες για μένα.

Όμως ακόμα και τώρα, μπροστά στις δυσκολίες πιάνω τον εαυτό μου να σε ζητάει.

Θέλω να τρέξω σε σένα για να με παρηγορήσεις.

Για να μου σκουπίσεις με το απαλό σου χέρι τα δάκρυα, όπως τότε που ήμουν παιδί και έσκιζα τα γόνατά μου.

Για να ξανανιώσω το λυτρωτικό σου χάδι.

Γιατί η ζεστή φωνή σου, επιδρούσε καλύτερα απ’όλα τα φάρμακα του κόσμου στον πόνο μου.

Για να μου πεις να μην φοβάμαι, γιατί όσο υπάρχεις εσύ, δε θα με πειράξει κανείς.

Για να μην στεναχωριέμαι, γιατί όλα θα γίνουν, αρκεί να έχω υπομονή.

Δεν θέλω να μεγαλώσω.

Θέλω να μείνω για πάντα εκείνο το αδύνατο κοριτσάκι σου, που το κανάκευες με κάθε τρόπο.

Το κοριτσάκι που του αγόραζες γλειφιτζούρια με γεύση φράουλα, ακόμα και όταν μπήκε στη εφηβεία.

Το Μαράκι σου, που το περίμενες να γυρίσει από τη βραδινή του έξοδο, προσποιούμενη πως κοιμάσαι. Κι ας έπρεπε να ξυπνήσεις σε δύο ώρες για να πας στη δουλειά.

Θέλω να μείνεις για πάντα η καλύτερή μου φίλη. Εκείνη που ήξερε όλα μου τα μυστικά.

Εκείνη που ήξερε τι θέλω να πω, πριν καν γίνει σκέψη στο μυαλό μου.

Θα έδινα όλη μου τη ζωή, για να τα ξαναζήσω όλα αυτά. Ακόμη και τα δύσκολα.

Μέσα από αυτά με γαλούχησες.

Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λένε για τους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή, πως μας βλέπουν από εκεί ψηλά.

Ίσως εμείς που μένουμε πίσω, ψάχνουμε κάτι για να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας.

Ξέρω όμως, πως μ’ένα μαγικό τρόπο, σε νιώθω διαρκώς κοντά μου.

Με προστατεύεις ακόμα και τώρα. Είσαι δίπλα μου σε όλα.

Τελικά δε μπορώ να σου κρυφτώ.

Η αγάπη της μάνας κερδίζει ακόμη και το θάνατο.

Σήμερα γιορτάζεις, μαζί με όλες τις μανούλες που ανέβηκαν στον ουρανό.

Φέτος, για πρώτη φορά, δε θα μπω στο σπίτι με μια αγκαλιά από ροζ τριαντάφυλλα που σου άρεσαν.

Δε θα σου γράψω κι άλλη κάρτα, λέγοντάς σου πόσο σημαντική είσαι για μένα, και πόσο ομορφαίνεις τη ζωή μου με την παρουσία σου.

Δε θα με ευχαριστήσεις με ένα φιλί έκπληκτη, σαν να μην το περίμενες.

Σήμερα, την ώρα που σουρουπώνει ο ήλιος και αρχίζει να χάνεται, την αγαπημένη σου στιγμή της ημέρας, θα τον κοιτάξω κατάματα και θα φωνάξω.

«Είσαι η καλύτερη μάνα του κόσμου».

Συντάκτης: Μαίρη Βασιλοπούλου