Οι περισσότεροι θα ‘χουμε ακούσει περί κοινωνικού ελέγχου. Είναι ο τρόπος, το μέσον, μέσα απ’ το οποίο η κοινωνία δημιουργεί όρια και συμπεριφορές. Πολλές είναι οι φορές όπου αυτός ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί σαν χαλί, για να κρύψουμε από κάτω ό,τι μας περισσεύει.

Με αφορμή την επικαιρότητα, βγήκε στο προσκήνιο ο τρόπος που λειτουργούν οι μικρές κλειστές κοινωνίες. Κοινά μυστικά και πραγματικότητες όπου ο κοινωνικός έλεγχος τις απορρίπτει, γιατί δεν μπορεί να τις χωνέψει.

Ναι, είναι προτιμότερο να αποδεχτούν τη σωματική αρρώστια, παρά την ψυχική. Στην εποχή μας όπου οι ανθρώπινες σχέσεις κι οτιδήποτε γύρω απ’ τον άνθρωπο έχει υπεραναλυθεί από κάθε επιστημονική πλευρά, υπάρχουν φαινόμενα τύπου «ομερτά».

Στην Ελλάδα, εν έτει 2019, η έννοια της κάθε μορφής ψυχικής ασθένειας αποτελεί ακόμα ταμπού. Φαινόμενο που συναντάμε πολύ πιο έντονα μακριά απ’ τα αστικά κέντρα. Δεν είναι εύκολο να δεχτεί κανείς πως υπάρχει στην οικογένειά του κάποια μορφή ψυχικής ασθένειας. Υπάρχουν, όμως, δομές κι εξειδικευμένο προσωπικό γι’ αυτό τον σκοπό.

Υπάρχουν; Βασικό ερώτημα. Δε θα έπρεπε σε μια οργανωμένη κοινωνία να υπάρχουν κοινωνικές δομές όπου θα ενημερωθούν για περιστατικά όπου χρήζουν βοήθειας; Να μπορούν άμεσα να επέμβουν, με τρόπο τέτοιο όπου θα αποφευχθεί ο στιγματισμός. Τι είναι προτιμότερο; Να κουκουλώνουμε το πρόβλημα με ένα γάμο; Όπου φυσικά και το ταίρι θα ‘ναι στις περισσότερες περιπτώσεις –αν όχι σε όλες– με το ίδιο ή αντίστοιχο πρόβλημα.

Έχουμε ακούσει οι περισσότεροι για περιπτώσεις όπου παντρεύουν άτομα με περίεργες συμπεριφορές μεταξύ τους, μόνο και μόνο να μη στιγματιστεί η οικογένεια. Και το γεγονός ότι διαιωνίζεται μια προβληματική κατάσταση, κανείς δε θα το λάβει υπόψη του; Όλα για την εικόνα. Να μη χαλάσει η βιτρίνα και χρειαστεί να δούμε την αλήθεια.

Είναι, βλέπεις, πιο εύκολο να χωνευτεί, να πει κάποιος στο χωριό πως «Ο γιος μου παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά, κι ας έχει λίγο περίεργο χαρακτήρα». Παρά να μαθευτεί πως ο γιος ή η κόρη είναι σε κάποια δομή ψυχιατρικής κλινικής μέχρι να μπει σε μια σειρά και μετά να βγει παίρνοντας φάρμακα, αλλά σίγουρα ακίνδυνος ή ακίνδυνη για τον εαυτό του και τους άλλους.

Χτυπάνε όλοι παλαμάκια στις τρέλες που βλέπουν στα μέσα μαζικής δικτύωσης, και δεν υπάρχει αντίστοιχη αντίδραση εκεί έξω, γιατί ο καθένας ζει στον μικρόκοσμό του. Μόνο όταν χτυπήσει το κακό την πόρτα μας, τότε συνειδητοποιεί κανείς το μέγεθος της κατάστασης. Αυτός ή αυτή που μέχρι πριν ήταν απλά το γραφικό άτομο, μετατρέπεται σε στυγερό εγκληματία. Αλλάζει το σκηνικό τότε. Όλοι παρατηρούμε τις τρέλες που έλεγε κι έκανε. Γιατί δε λέει κανείς, όμως, για το οικείο περιβάλλον του θύτη; Όπου λειτουργούσε υποστηρικτικά καθαρά και μόνο με εγωιστικά κριτήρια; Κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Και στις μικρές κλειστές κοινωνίες οι πόρτες είναι ανοιχτές για να δεχτούν οτιδήποτε περίεργο, παραβατικό κι εκτός πλαισίου, χρησιμοποιώντας τον κοινωνικό έλεγχο σαν χάπι θεραπείας.

Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να μιλάμε για μια εκ θεμελίων ανασύσταση της κοινωνικής δομής μας; Να εφαρμοστεί η ανύπαρκτη κοινωνική πολιτική και στα πιο απομακρυσμένα μέρη. Να υπάρχει ενημέρωση κι υποστήριξη απ’ τους κατάλληλους επιστήμονες. Να μην ανακυκλώνουμε άλλο συμπεριφορές απαρχαιωμένες. Όπου ένας γάμος να ‘ναι η επικάλυψη κι η σιωπή η υπογραφή της διαιώνισης κάθε προβλήματος. Να μαθαίνουν στους ανθρώπους να βλέπουν τα θέματα στη ρεαλιστική διάστασή τους. Έτσι, τότε, ίσως να πάψουμε να θρηνούμε θύματα από εγκληματικές ενέργειες κι ύστερα να παριστάνουμε τους ανήξερους που απορούμε πώς έγιναν. Όλοι ήξεραν και κανείς δε μιλούσε. Ένοχα μυστικά ενός κακώς νοούμενου κοινωνικού ελέγχου.

 

Συντάκτης: Ευαγγελία Βεργανελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη