Μήπως είχε δίκιο τελικά ο ποιητής και είναι όντως «διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι»; Κι αν αγαπάς, ποιον αγαπάς; Εσένα ή κάποιον άλλο; Κι αν ονειρεύεσαι, τι ονειρεύεσαι; Να ζεις όπως θες κάθε φορά ή να καταλήξεις σε μια σχέση μόνιμη; Μπορεί η αγάπη και το όνειρο να συνυπάρξουν; Ή μπορεί η επιθυμία μας να ωριμάσουμε ερωτικά και να ενώσουμε τη ζωή μας με κάποιον άλλον να μας ωθήσει να πάρουμε αποφάσεις που αργότερα -ίσως πολύ αργότερα- αποδειχθούν λανθασμένες;

Οι λόγοι που μας παρακινούν να ακολουθήσουμε τη ροή των πραγμάτων όπως επιτάσσει η κοινωνία ποικίλλουν. Ένα, ωστόσο, είναι σίγουρο: έχουμε μερίδιο ευθύνης. Πόσο; Το μεγαλύτερο. Ας πάψουμε να επικαλούμαστε εξωγενείς παράγοντες που μας καταπιέζουν και δήθεν μας επιβάλλουν να ζήσουμε ζωές που εάν ήταν στο χέρι μας δε θα ζούσαμε. Ας σταματήσουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες στην «άτιμη την κοινωνία που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους κατεβάζει» κι ας εξετάσουμε μερικές συνειδητές και ασυνείδητες διεργασίες που μας ωθούν στη λογική του «καλού παιδιού» για το κοινωνικό φαίνεσθαι.

Καταρχάς ενίοτε διαστρεβλώνουμε τις ερωτήσεις των άλλων και τις εκλαμβάνουμε ως έμμεσες πιέσεις να αποκατασταθούμε. Θεωρούμε, δηλαδή, ότι οι άλλοι έμμεσα μας επιβάλλουν να ακολουθήσουμε το μοτίβο σύναψης σοβαρής σχέσης, ώστε να γίνουμε περισσότερο αρεστοί και αποδεκτοί. Σίγουρα οι παντρεμένοι με παιδιά φίλοι μας έχουν πολλαπλές υποχρεώσεις ή επιλέγουν να συναναστρέφονται με άλλους που επίσης έχουν οικογένεια. Επομένως, δε βρισκόμαστε πρώτοι στη λίστα με τα άτομα που θα επιλέξουν να συναντήσουν συχνά. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι προβαίνοντας σε παρόμοιες επιλογές με αυτούς αυξάνουμε και τις πιθανότητες να μας καλούν συχνότερα στην παρέα τους. Μπορεί αυτό να συμβαίνει ως ένα βαθμό, αλλά ο πρωταρχικός λόγος που οι άλλοι μας επιλέγουν πρέπει να είναι η ενδιαφέρουσα προσωπικότητά μας με ή χωρίς απογόνους. Εάν δε μας επιλέξουν, τελικά, δεν πρέπει να παιδευόμαστε με ερωτηματικά, αλλά να προχωράμε μπροστά.

Άλλες φορές, ενώ θα θέλαμε να κάνουμε την επανάστασή μας, διστάζουμε και συμβιβαζόμαστε με την ταμπέλα του «καλού συζύγου» και δυστυχώς πείθουμε τον εαυτό μας ότι αυτό θέλουμε. Εάν έχουμε βρει και ένα σύντροφο που πληροί τις προϋποθέσεις και τον εγκρίνουν και οι άλλοι, πέφτουμε στην παγίδα να εγκαταλείψουμε την εργένικη ζωή και να αποκατασταθούμε ενώπιον θεού και ανθρώπων, με μια αισθητή απουσία. Τη δική μας.

Οι συγκυρίες, τα χρόνια που περνάνε, το άγχος εάν θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε σε μεγαλύτερη ηλικία παιδιά, η έντονη επιθυμία να αποκτήσουμε όσα και οι άλλοι, αλλά και η ψευδαίσθηση ότι όταν μοιραζόμαστε τη ζωή μας με κάποιον άλλο είμαστε ολοκληρωμένοι λειτουργούν καταλυτικά στην απόφασή μας να κατασταλάξουμε στον ερωτικό τομέα. Τέλος, η συνακόλουθη -κατ’ εμάς- ασφάλεια μετά την απόφασή μας αυτή, μάς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό.

Όλοι, ψυχολόγοι και μη, συγκλίνουμε στο ότι η χρόνια καταπίεση οδηγεί σε απότομα ξεσπάσματα και ότι οι απωθημένες για χρόνια επιθυμίες μας μας συσσωρεύονται σε τέτοιο βαθμό, που κάποια στιγμή, με ένα τυχαίο ή μη έναυσμα, θα βγουν στην επιφάνεια και θα υψώσουν το ανάστημά τους.

Οι άλλοι, συνομήλικοι και μη, μπορεί να μας κάνουν ερωτήσεις σχετικά με το πότε θα αποκατασταθούμε για διαφορετικούς λόγους, που όμως δε μας αφορούν. Καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, άλλωστε δεν είναι απαραίτητα εσφαλμένος ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης. Το θέμα έγκειται στο πώς εμείς οι ίδιοι εκλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τα λεγόμενα των γύρω μας και κατά πόσο προβαίνουμε στη λήψη αποφάσεων με βάση τη δική μας κρίση και όχι τις πεποιθήσεις των άλλων. Σε κάθε περίπτωση, εμείς είμαστε που αποφασίζουμε τι μέλλει γενέσθαι στη ζωή μας. Ας πάψουμε, λοιπόν, να «πρέπει να παντρευτούμε ή να αποκατασταθούμε ή να κατασταλάξουμε», όπως πολύ συχνά ακούμε, μόνο και μόνο επειδή τριανταρίσαμε. Εξάλλου οι καιροί έχουν αλλάξει και το προσδόκιμο ζωής έχει ανέβει. Ένας άνθρωπος τριάντα χρονών είναι πολύ νέος ακόμη. Θα ήταν φρονιμότερο να αναρωτηθούμε εάν και κατά πόσο είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο αυτό βήμα και εάν η απόφαση είναι όντως δική μας ή μια απόφαση που υιοθετούμε επηρεαζόμενοι από συμμαθητές που έχουν απογόνους, γονείς που θέλουν να γίνουν παππούδες ή και από την ιδέα του γάμου και του συνακόλουθου πάρτι.

Όταν βρούμε τον κατάλληλο για εμάς άνθρωπο, σε όποια ηλικία κι αν είμαστε, ας προβούμε στο μεγάλο βήμα της ανταλλαγής όρκων αιώνιας αγάπης, με τον τρόπο που θα επιλέξουμε. Γιατί μόνο όταν τον βρούμε δε θα έχουμε διαπράξει διγαμία, αφού αγάπη κι όνειρο θα συνυπάρχουν αρμονικά στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια ζωή. Πριν αποφασίσουμε θα ήταν σοφό να ζυγίσουμε καλά τα πράγματα και να κάνουμε αυτό που πραγματικά πιστεύουμε ότι μας ταιριάζει και κυρίως δε μας καταδυναστεύει. Κι έτσι, απαλλαγμένοι πια από τα πρέπει και τα εμπόδια που εμείς οι ίδιοι βάζουμε στον εαυτό μας, θα πούμε ότι σωστά πράξαμε, χωρίς πίεση. Αρκεί να υποστηρίζουμε τις επιθυμίες μας και να μην τις καταπιέζουμε. Άλλωστε, «αυτοί που καταπιέζουν τις επιθυμίες τους το κάνουν επειδή οι επιθυμίες τους είναι τόσο αδύναμες, ώστε μπορούν να καταπιεσθούν» (William Blake).

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.