Ένας γάιδαρος πάσχιζε σ’ ένα ανώτερο περιβάλλον απ’ αυτό των όμοιών του να βρεθεί. «Αχ», ολημερίς αναστέναζε, «τι ωραία που θα ‘ταν να μουν σ’ ένα στάβλο, όπου με ένα σωρό υπερήφανα άλογα θα συνυπήρχα». Και διατεινόταν πως αν το πετύχαινε αυτό θα ‘ταν απόλυτα ευχαριστημένος και τίποτα άλλο δε θα λαχταρούσε απ’ αυτή τη ζωή.

Κάποια μέρα, όμως, όταν μέσα στ’ άλογα κατάφερε επιτέλους να υπάρξει, σαν να μη βρήκε τη γαλήνη που φανταζόταν. «Κοίτα τι λεία που είναι η ουρά τους μπροστά στη δικιά μου», συλλογιζόταν με παράπονο κάθε που με θαυμασμό τα κοίταζε, «και με τι περιφρόνηση μού φάνηκε πως την περιεργάστηκαν από πάνω μέχρι κάτω τα άλογα».

Όταν μιαν ημέρα, μάλιστα, πήγε δίπλα στα άλογα να σταθεί και μπροστά στα μάτια του τού είπαν «Τι άχαρη που είν’ η αφεντιά σου δίπλα στα κάλλη μας», με το στόμα ανοιχτό απέμεινε και όπως τους έπρεπε δεν μπόρεσε να αποκριθεί και να τους πει «Σπουδαίο πράγμα που είν’ η ομορφιά και που γι’ αυτό λόγος πρέπει ολημερίς να γίνεται». Κι έτσι, λοιπόν, αντί της χαράς που ονειρευτόταν κοντά στ’ άλογα, δε βρήκε τίποτ’ άλλο από ανασφάλεια και πόνο.

Σαν αυτόν το διψασμένο για μιαν καλύτερη ζωή γάιδαρο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς και περιμένουμε να βρούμε τη χαρά σε περιβάλλοντα που φαντάζουν ανώτερα για μας, μα που στην πραγματικότητα δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτά.

Καταρχάς, ο γάιδαρος βιαζόταν να συνυπάρξει με τα άλογα, μα όταν μαζί τους βρέθηκε φάνηκε τελικά πως δεν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτό, μιας και δε διέθετε τη δύναμη να απαντήσει όπως τους άρμοζε στα υποτιμητικά τους σχόλια πως τάχα μπροστά τους δε φτουρούσε μία. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, ενώ περιμένουμε να βρεθούμε σε μια σχέση που φανταζόμαστε πως θα μας δώσει όσα ποθούσαμε, αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων, πως δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όσα δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε πως θα συνέβαιναν με την κατάκτησή της.

Επιπλέον, όταν πετυχαίνουμε την κατάκτηση μιας σχέσης που ονειρευόμασταν και που θεωρούσαμε ακόμη κι ανώτερή μας, τελικά μπορεί να μη βρούμε τη γαλήνη που επιδιώκαμε, καθώς πάντοτε θα μας κατατρώει η ανασφάλεια, πως βρεθήκαμε σε ένα περιβάλλον όπου υστερούμε και πως όσο βρισκόμαστε σ’ αυτό θα μας περιφρονούν και θα μας κρίνουν ως ανάξιούς τους. Δηλαδή ο γάιδαρος δε θα σταματούσε ποτέ να συγκρίνει τον εαυτό του με τ’ άλογα και να βγαίνει σε κάθε αναμέτρηση, κατά την κρίση του, κατώτερος απ’ αυτά.

Τέλος, όταν περιμένουμε να βρούμε τη χαρά σε μια σχέση που λογαριάζαμε ως την ύψιστη κατάκτηση, δε θα μπορούμε να επαναπαυτούμε στιγμή, καθώς θα παλεύουμε να αποδεικνύουμε στην αφεντιά μας κυρίως, πως δε βρεθήκαμε τυχαία σ’ αυτήν ή πως μας έκαναν χάρη, μα ότι πραγματικά είμαστε εκείνοι οι εξαιρετικοί τύποι που δεν τους αξίζει τίποτα λιγότερο απ’ το μέγιστο καλό.

Κι έτσι, λοιπόν, ο γάιδαρος με παράπονο αναπολούσε την παλιά του ζωή δίπλα στους γάιδαρους. «Ω, τι ωραία που θα ‘ταν», συλλογιζόταν, «με τους γάιδαρούς μου τώρα να βρισκόμουν και να αρχινούσαμε όλοι μαζί ένα γκάρισμα δίχως τελειωμό και κυρίως, χωρίς το φόβο πως μ’ αυτό κάποιο άλογο θα διατεινόταν, πως τ’ αυτί του μ’ αυτό τον απαίσιο ήχο διαμαρτυρόταν».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.