«Είμαι έγκυος», ήταν η πρώτη πρόταση που αναφώνησε η Κωνσταντίνα στον καθρέφτη του μπάνιου, κάνοντας τελικά εκείνο το τεστ που μέρες τώρα είχε στο ντουλάπι κάτω από το νιπτήρα. Μια σειρά ανάμεικτων συναισθημάτων την πλημμύρισαν, από το πώς θα το έλεγε στον σύντροφό της μέχρι τι χρώμα θα ήταν τα μάτια του μωρού. Τα δικά της μάτια ήταν ήδη βουρκωμένα από τη συγκίνηση. Είχε διδαχθεί την τέχνη της ηθοποιίας, αλλά κάτι της έλεγε ότι ο πιο σημαντικός ρόλος της ζωής της μόλις άρχιζε.

Όταν πέρασε η πρώτη εβδομάδα, προσπαθώντας να το συνειδητοποιήσει, φρόντισε να κάνει την έρευνά της στο διαδίκτυο και να ρωτήσει συγγενείς και φίλους σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι γονιός, ώστε να μάθει ό,τι παραπάνω μπορούσε γι’ αυτό το γεγονός που θα της άλλαζε για πάντα τη ζωή. Ήθελε να προετοιμαστεί σιγά-σιγά γιατί κάπου είχε διαβάσει ότι η ψυχολογία της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ήταν πολύ σημαντική. Κάτι άλλο που θυμόταν από τότε που σπούδαζε ήταν ότι η κληρονομικότητα ήταν υπεύθυνη για ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ανθρώπου και ότι το περιβάλλον ήταν υψίστης σημασίας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Αποφάσισε λοιπόν να μην επαναλάβει τα λάθη των γονιών της στην ανατροφή του δικού της απογόνου και να ενημερωθεί μαζί με τον άντρα της όσο γινόταν γρηγορότερα για ν’ ανταποκριθούν όσο πιο άριστα μπορούσαν στους νέους τους ρόλους. Τι λέτε, τα σκέφτηκε καλά η Κωνσταντίνα;

Είναι γεγονός ότι οι αναπτυξιολόγοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα γονίδια που κληρονομούνται στους απογόνους και προκαλούν ωρίμανση, δηλαδή εκδήλωση βιολογικών χαρακτηριστικών, αλλά και στη μάθηση, την ανταπόκριση στα εξωτερικά ερεθίσματα. Πολλαπλασιάζοντας, θα λέγαμε, την ωρίμανση με τη μάθηση συντελείται η ανάπτυξη του ανθρώπου. Ας εξετάσουμε μερικά παραδείγματα που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση αυτή και την ανησυχία των νέων, κυρίως, γονιών για την έκβαση της ζωής του επικείμενου απογόνου τους. Χαρακτηριστικά που κληρονομούνται, όπως η εξωστρέφεια, μπορούν να γίνουν εμφανή ανάλογα με το περιβάλλον. Όσον αφορά στην εξωστρέφεια, ένα χαρούμενο μωρό που ιδιοσυγκρασιακά επικοινωνεί ευχάριστα με το περιβάλλον του και ανταποκρίνεται πρόσχαρα σε αυτό μπορεί να ενθαρρυνθεί ακόμη περισσότερο και να παγιώσει αυτό το χαρακτηριστικό, ώστε να αποτελέσει στοιχείο της προσωπικότητάς του. Η αντίδραση των γονιών στην από γενετικούς παράγοντες συμπεριφορά του βρέφους, οι συχνοί περίπατοι, οι βόλτες σε μέρη με κόσμο και η -με μέτρο- έκθεση του βρέφους σε νέα περιβάλλοντα και ανθρώπους είναι δυνατόν να το οδηγήσουν να επιδιώκει όλο και συχνότερα ευχάριστες συναναστροφές.

Σε αντίθετη περίπτωση, ένα λιγότερο σταθερό και ευχάριστο περιβάλλον, με έντονα στρεσογόνους παράγοντες, ίσως οδηγήσει έναν έφηβο με γενετική προδιάθεση, τάση, στη ψυχικές διαταραχές. Ακόμη, δεδομένου ότι το άτομο επηρεάζει και επηρεάζεται από το περιβάλλον του, είναι πιθανό κάποιος χωρίς κληρονομικότητα να εκτεθεί σε αγχογόνο περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη της εν λόγω διαταραχής. Το κοινωνικό πλαίσιο έρχεται να προσθέσει έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα στους ήδη υπάρχοντες. Ανάλογες έρευνες σε μονοζυγωτικά δίδυμα που μεγάλωσαν σε διαφορετικές οικογένειες, με διαφορετικό κοινωνικο-πολιτισμικό υπόβαθρο καταδεικνύουν την εκδήλωση διαφορετικών χαρακτηριστικών προσωπικότητας αντίστοιχων με το εκάστοτε περιβάλλον. Ο συγγραφέας Τάσος Αθανασιάδης δίκαια υποστήριξε ότι «Δεν κρίνουμε σωστά, όταν κρίνουμε τον άνθρωπο έξω από το περιβάλλον του».

Επιπλέον, το δίλημμα Nature ή Nurture υφίσταται και σε περιπτώσεις ατόμων με νοητική υστέρηση. Πιο συγκεκριμένα, εάν η νοημοσύνη καθορίζεται μόνο από την κληρονομικότητα, οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης του Νοητικού Πηλίκου (IQ) θα αποδεικνυόταν άκαρπη. Εάν πάλι η νοημοσύνη είναι προϊόν κατάλληλων ερεθισμάτων από το περιβάλλον, τότε τα άτομα με νοητική υστέρηση θα πρέπει με κατάλληλη εκπαίδευση να βελτιώνουν στο έπακρο τις δυνατότητές τους και να ξεπερνούν την υστέρηση, πράγμα που δε συμβαίνει.

Είναι φανερό ότι τα κεντρικά θέματα που απαρτίζουν την πορεία της δια βίου ανάπτυξής μας αφορούν σε παράγοντες τόσο σε παράγοντες που κληρονομούνται όσο και σε επίκτητους. Η συνεχής και ασυνεχής ανάπτυξή μας, δηλαδή οι βαθμιαίες ή ξαφνικές αλλαγές (π.χ. το ύψος, το βάδισμα), αλλά και οι κρίσιμες ή ευαίσθητες περίοδοι κατά τη διάρκεια της ζωής μας, δηλαδή τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος που στις καταλληλότερες περιόδους μπορεί να επιδρούν αναστρέψιμα ή μη αντίστοιχα (π.χ. σοβαρές ασθένειες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία) είναι παράγοντες που συνδέονται άμεσα με την μετέπειτα πορεία μας. Η «πλαστικότητα» που αντικατοπτρίζει το κατά πόσο ο εγκέφαλος είναι δεκτικός σε αλλαγές, αλλά και οι διαφορετικοί «δεσμοί», αρνητικοί ή θετικοί, που αναπτύσσονται μεταξύ βρέφους και ατόμων που το φροντίζουν παίζουν τον δικό τους ρόλο στη ζωή μας.

Καταλήγοντας, η σχέση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος είναι ένα ερώτημα που απασχολεί όχι μόνο τους επαγγελματίες, αλλά και κάθε άνθρωπο ιδιαίτερα όταν ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο μια νέα ζωή. Η απορία μας «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» μοιάζει το ίδιο σοβαρή όσο κι αυτή που σχετίζεται με το ζήτημα «Γεννιόμαστε ή Γινόμαστε;». Δεδομένου ότι η ανάπτυξη συντελείται υπό το πρίσμα τεσσάρων βασικών παραμέτρων- σωματική, γνωστική-γλωσσική, προσωπικότητας, κοινωνικοπολιτισμική- και είναι ολιστική, οι σύγχρονοι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι υιοθετούν την ενδιάμεση οδό. Έτσι, υποστηρίζουν ότι κληρονομικότητα και περιβάλλον συνεργάζονται και αλληλεπιδρούν στην ανάπτυξη του ανθρώπου σε σχέση πολλαπλασιαστική. Η Κωνσταντίνα -αλλά και κάθε ζευγάρι που ετοιμάζεται να δώσει μορφή στον έρωτά του- μπορεί να εμπιστευτεί τις καταβολές της και να δημιουργήσει εκείνο το ισορροπημένο περιβάλλον που θα ενθαρρύνει την υγιή ανάπτυξη του νέου τέκνου της. Στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε μεγάλο βαθμό με τον Brian Tracy που υποστηρίζει ότι «Δεν έχει σημασία από πού έρχεσαι. Το μόνο που έχει σημασία είναι πού πηγαίνεις».

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.