Αυτό το βράδυ δεν άντεξα, ήταν πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο χωρίς να ξέρω τον προορισμό. Οι ταχύτητες άλλαζαν μόνες του κι οι στροφές στον δρόμο, έμοιαζαν κάπως με τον χαρακτήρα σου. Μουσική δεν υπήρχε, ίσως μόνο μερικά απ’ τα τελευταία ηχογραφημένα σου, που έπαιζαν για ώρες σε επανάληψη. Τόσο δυνατά που το τιμόνι μου ίσως και να με αισθανόταν και κάθε που φώναζες μέσα απ’ το ηχείο πως με αγαπάς με κρατούσε μαγικά εντός πορείας.

Το φλας άναβε συνεχόμενα σαν να συμφωνούσε κι αυτό με την αναποφάσιστη κρίση σου και σαν να τη δική μου δειλία κάθε που ετοιμαζόμουν να στρίψω. Φανάρια στον δρόμο δεν υπήρχαν κι η άσφαλτος έμοιαζε να μην έχει τέλος. Οι ταμπέλες γινόταν όλο και πιο λίγες κι όμως είχα τόσο ανάγκη από μία ένδειξη, ίσως τη δική σου.

Έτσι κάπου ανάμεσα στις μονάδες χιλιομέτρων και τη χροιά της φωνής σου, έφτασα. Ακόμη κι αν δεν ήξερα πού ήθελα να πάω, ακόμη κι αν σήμερα δεν ήσουν εκεί μαζί μου. Έμαθα να τραβάω το χειρόφρενο με τέτοια δύναμη σαν να κρατάω το χέρι σου.

Ήσουν εκεί σαν μια σκιά πίσω από καθετί που έκανα, μα ήθελα τόσο να σε ρωτήσω. Τι σε εμπόδιζε στο να υπάρξεις στ’ αλήθεια; . Ήσουν εκείνος που με έβρισκε στα πιο βαθιά σκοτάδια μου, χωρίς να νοιάζεται στιγμή για το φως που δεν υπήρχε. Και τώρα εγώ μπορώ να σε βρω μονάχα στον απαγορευμένο μου φάκελο.

Εκείνον που υπάρχει ακόμη πάνω δεξιά στην οθόνη του κινητού μου, εκείνον που όσες φορές κι αν προσπάθησα να σβήσω, η απόρριψη ήταν πάντα η πρώτη επιλογή και το πλήκτρο μόνιμα πατημένο. Μέσα σε αυτόν είχα φυλάξει ένα κομμάτι σου και μερικές απ’ τις στιγμές μας.

Προσπαθούσα για μήνες να μην τον ανοίξω. Ήξερα πως αν το κάνω, θα μείνω ένα βράδυ να βλέπω με τη σειρά όλες εκείνες τις φωτογραφίες απ’ τα πρωινά μας και καρτερικά την επόμενη μέρα θα περιμένω έναν καφέ κι ένα φιλί σου, θα μείνω ξύπνια για να δω όλα εκείνα τα βιντεάκια που με έβγαζες όταν γελούσα και κρυφά θα σιγοψιθυρίζω όλους τους διαλόγους μας, γιατί όπως βλέπεις τους έχω μάθει απ’ έξω. Θα διαβάσω ξανά κι απ’ την αρχή όλα εκείνα τα μηνύματα που μου έστελνες τα ξημερώματα μαζί με την ανάσα σου και λίγο απ’ το μεθύσι σου και που ειλικρινά δεν είχα τη δύναμη να σβήσω.

Η μορφή σου ακόμη κι αν ήταν καθορισμένη έμοιαζε απειλητική στα δικά μου μάτια, κάθε φορά που το δάχτυλό μου έμοιαζε να εφάπτεται με την οθόνη. Ειρωνεία, όμως, το ίδιο απειλητικά να έμοιαζαν και τα δικά σου δάχτυλα κάθε που πήγαινες να με αγγίξεις.

Παράξενο. Δε νομίζεις; Πώς με το άνοιγμα και μόνο ενός φακέλου μπορούν να ανατραπούν τα πάντα; Άδικο, θα έλεγα, μα δες πίσω από όλα αυτά τι μένει… Ένα τασάκι γεμάτο και μια ψυχή να περιφέρεται. Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα γέμισα το τασάκι μου κι έβαλα πρώτη για να ξεκινήσω.

Προτού το κάνω, όμως, αιτούμαι το δικαίωμα μίας τελευταίας ερώτησης. Πού είναι, λοιπόν, όλα αυτά που μου έλεγες ότι θες απ’ τη ζωή σου; Τα μισά αποτυπώθηκαν σε μία οθόνη, πίσω από ένα «αδιάβαστο», τα υπόλοιπα; Έγιναν κι αυτά ο λόγος ύπαρξης ενός backspace;

Συντάκτης: Φιλοθέη Τζαλαζίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη