

Έχεις νιώσει ποτέ πως δε θες να κάνεις τίποτα; Να έχεις, για παράδειγμα, μια σειρά από υποχρεώσεις και δουλειές, που πρέπει να κάνεις, και παρ’ όλα αυτά εσύ να νιώθεις πως δε θες να κάνεις τίποτα από αυτά; Όχι ότι δεν μπορείς, αλλά ότι δε θες. Δε θες να κάνεις ούτε εκείνη την εργασία που έχεις στο πανεπιστήμιο, ούτε να ασχοληθείς με εκείνο το απαιτητικό (πλην δημιουργικό) project στη δουλειά, πόσω μάλλον να πλύνεις εκείνα τα πιάτα, που δυο μέρες τώρα στοιβάζονται στον νεροχύτη.
Δε θες να κάνεις τίποτα. Όχι από τεμπελιά, αλλά από άρνηση. Κουράστηκες. Δεν μπορείς άλλο -δε θες- να ξυπνήσεις ακόμη μια μέρα και να επαναλάβεις με μαεστρία την ίδια καθημερινότητα, την οποία εσύ έχεις επιλέξει και, ίσως, και να τη βρίσκεις και ενδιαφέρουσα και να σού αρέσει, αλλά σήμερα δεν τη θες για συντροφιά. Παράλληλα, όμως, δε θες να κάνεις και τίποτα, εκτός της καθημερινότητας και του προγράμματός σου. Βαριέσαι, ακόμη και να ντυθείς και να βγεις από το σπίτι. Πού λόγος για περιπάτους και ταξίδια.
Κάθεσαι στον καναπέ σου, τυλιγμένος με τη φλις κουβέρτα σου, και κοιτάς το άπειρο. Μήτε φως μήτε τηλεόραση. Σιωπή και παρατεταμένη -νεκρική- ησυχία. Σκέφτεσαι: «Τι να κάνω; Δε θέλω να κάνω τίποτα από όλα αυτά, αλλά συνάμα δε θέλω να κάνω και τίποτα άλλο. Τι μού συμβαίνει; Μήπως να μην την κάνω τελικά την εργασία σήμερα; Να την αφήσω για αύριο; Ναι, αλλά αύριο είχα πει στα παιδιά πως θα βγαίναμε κι αν έχω και την εργασία, δε θα προλάβω. Τι να κάνω; Θα την κάνω» και σηκώνεσαι βαρυγκωμώντας και σέρνοντας τις παντόφλες σου να ξεκινήσεις την εκτέλεση της όποιας υποχρέωσης.
Αυτή, λοιπόν, είναι η μεγαλύτερη παγίδα, στην οποία μπορείς να πέσεις. Η διαχρονική παντιέρα του «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» και η σύγχρονη επιταγή της πολυπραγμοσύνης είναι ιθύνουσες για τα καθημερινά επεισόδια υπερκόπωσης, burn out και ανηδονίας, που παρουσιάζονται στον κόσμο τούτο. Επειδή, σού δίδαξαν πως ο άνθρωπος σήμερα αποκτά αξία και κοινωνική υπόσταση μονάχα όταν καταπιάνεται με μία σειρά από διαφορετικές και ποικίλες δραστηριότητες, εσύ έχεις εντάξει στον καθημερινό σου εβδομαδιαίο προγραμματισμό όλα εκείνα, που -μολονότι σ’ αρέσουν και αποτελούν επιλογές σου- ένας κανονικός άνθρωπος θέλει δύο ζωές για να προλάβει.
Δουλεύεις -τουλάχιστον- ένα πλήρες 8ωρο, σπουδάζεις, εκείνο που ονειρευόσουν από παιδί, μαθαίνεις την ξένη γλώσσα, που μιλούν στη σειρά με την οποία έχεις κολλήσει το τελευταίο διάστημα, κυνηγάς τα σεμινάρια που προσφέρονται στη σχολή σου, φλερτάρεις, ποστάρεις στα social media, μαγειρεύεις για να επιβιώσεις, βλέπεις τους φίλους σου, πας κανένα θέατρο για να ενισχύσεις την πολιτιστική σου πτυχή, γράφεσαι στο γυμναστήριο και ξεκινάς ψυχοθεραπεία.
Βλέπεις τις ειδήσεις και μαθαίνεις τα νέα αυτού του κόσμου, κάνεις φασίνα, τραγουδάς, πίνεις καφέ, λίγο κρασί ή καμιά μπίρα και γυρνάς στο σπίτι σου να κοιμηθείς. Ξυπνάς και το παίρνεις όλο από την αρχή. Κι ενώ, ναι, σ’ αρέσουν και η σχολή και η δουλειά και οι φίλοι σου, όταν δεν κάνεις κάτι από τα παραπάνω, χαώνεσαι. Ή μάλλον, ορθότερα, αγχώνεσαι. Γεμίζεις τύψεις και ενοχές. Δεν κάνεις τίποτε, ώστε να είσαι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, εκπαιδευμένος, κοινωνικός, με χιούμορ και δεξιότητες. Η απραξία σε αγχώνει. Σε φοβίζει. Νιώθεις πως, αν δεν κάνεις κάτι και απλά καθίσεις μόνος σου στην πολυθρόνα να πιεις τον καφέ σου, χωρίς να το ανεβάσεις στο instagram, είσαι κοινωνικά αποκλεισμένος. Δεν είσαι μέρος της κοινωνίας.
Οι άνθρωποι, καμιά φορά, ξεχνάμε να δώσουμε σημασία στα πράγματα που πρέπει κι έτσι λαμβάνουν σημαίνουσα αξία εκείνα που δεν πρέπει. Μολονότι καταπιάνεσαι με αγαπημένες (για σένα) δραστηριότητες και διαμορφώνεις το πρόγραμμά σου κατά το δοκούν, ξεχνάς να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου τη σπουδαιότητα των στιγμών που ζεις και παρασύρεσαι από τη λυσσαλέα -κατασκευασμένη- ανάγκη σου να τα προλάβεις όλα. Έτσι, εκείνα που σού προσφέρουν τη μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση, τα παραμερίζεις, στην προσπάθειά σου να βάλεις τικ στα κουτάκια σου.
Το να κάτσεις στον καναπέ και να κοιτάς το ταβάνι, δηλαδή να κάνεις το απόλυτο τίποτα, σού φαίνεται ακραίο κι ανεπίτρεπτο. «Μα είναι δυνατόν; Θα κοιτάω το ταβάνι, χωρίς να κάνω τίποτα άλλο; Αποκλείεται!». Κι, όμως, αυτό έχεις ανάγκη να κάνεις. Να κοιτάς το λευκό και, ίσως, φθαρμένο, και γεμάτο υγρασία ταβάνι του σπιτιού σου, να βυθίζεσαι στη σιωπή, να αναπνέεις αργά και να συνειδητοποιείς πως τίποτε δεν είναι δεδομένο και πως σήμερα ζούμε κι αύριο, ίσως, όχι.
Έτσι, θα εκτιμήσεις όλα όσα κάνεις μέσα στη μέρα. Θα πας με άλλη διάθεση στη δουλειά, θα διαβάσεις με περισσότερο κέφι, θα μαγειρέψεις με μεράκι και θα δεις τους φίλους σου σαν να είναι οι καλύτεροι φίλοι σε αυτόν τον κόσμο.
Αν δε δώσεις λίγο χρόνο στον εαυτό σου, τότε δε θα έχεις ποτέ ξανά διάθεση να κάνεις το οτιδήποτε. Χρειάζεται να δώσεις λίγο χρόνο και κόπο- δε γίνεται αλλιώς. Μάς το είπε και η αλεπού στον μικρό πρίγκιπα. Δε χρειάζεται πάντα να κάνεις κάτι. Θα υπάρξουν και στιγμές που δε θα κάνεις τίποτα. Μην αυτομαστιγώνεσαι. Το ζήτημα είναι να στοχεύεις στην απόλαυση και όχι στο καθαυτό αποτέλεσμα.
Καλή ταβανοθεραπεία!