«Μωρό μου, τι κάνεις;», «Ναι, αγαπούλα μου, σε πέντε λεπτά είμαι εκεί!», «Ψυχούλα μου όμορφη, φυσικά θα έρθω.» Φράσεις που θα έμοιαζαν φυσιολογικές –σχεδόν, δηλαδή, γιατί δεν είμαστε όλοι ίδιοι, μερικοί έχουμε κι ευαίσθητο στομάχι ή αλλεργίες σε τέτοιες εκφράσεις– αν προέρχονταν απ’ το στόμα του ανθρώπου που έχουμε δίπλα μας, που έχει δοκιμαστεί η σχέση μας, που έχουμε μοιραστεί γέλια, ζόρια και μεθύσια.

Μόνο που μ’ αυτούς δεν είναι έτσι, δεν έχουμε μοιραστεί τίποτα, που να δικαιολογεί αυτήν την υπερβολή τους! Δηλώσεις βαρύγδουπες κι υποσχέσεις που βγαίνουν απ’ το στόμα ενός απλού γνωστού, που ‘χει αδυναμία στις (μάλλον κούφιες) εκδηλώσεις αγάπης. Οι γνωστοί κι ως «αγαπούλα μου». Άνθρωποι που προσπαθούν να κερδίσουν τη συμπάθεια όποιου συναναστρέφονται μέσα από αλλεπάλληλες κολακείες κι ωραιοποιημένα λογάκια που στόχο έχουν να καλύψουν μερικά άδεια «εγώ», απευθυνόμενα σε εξίσου ανασφαλείς, ίσως, παραλήπτες. Τύποι που είναι συνεχώς διαθέσιμοι, που δε διαμαρτύρονται, ούτε δείχνουν να έχουν προσωπική άποψη, αλλά αντίθετα απολαμβάνουν να πηγαίνουν με το ρεύμα κι όπου τους βγάλει ο δρόμος της μάζας, αρκεί να ‘χουν την αποδοχή της.

Τι γίνεται με την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων; Είναι η ανάγκη, έστω και μιας πλαστής, επιβεβαίωσης ότι γίνονται αποδεκτοί από ένα κοινωνικό σύνολο, κάτι δηλαδή που σημαίνει μια επιφανειακή, ίσως, ανασφάλεια ή είναι κάτι ακόμα πιο βαθύ; Είναι άνθρωποι που φοβούνται την απόρριψη ή ηδονικοί λάτρεις μιας προσποιητής, θεατρικής σχεδόν, συμπεριφοράς με μοναδικό αντάλλαγμα μερικές στιγμές δήθεν συντροφικότητας ή φιλίας;

Ίσως απλά να ‘ναι άνθρωποι πληγωμένοι, που προσπαθούν κάτω από ένα μανδύα –προσποιητής– καλοσύνης, φιγουρατζίδικων κολακειών και διαρκούς καλής διάθεσης να ανακτήσουν λίγη αυτοπεποίθηση. Ίσως προσπαθούν να κερδίσουν –με τρόπο παράδοξο– τη χαμένη αυτοεκτίμηση και να αναπλάσουν την εικόνα τους μέσα απ’ τα μάτια ανθρώπων, που επειδή τους προσφέρουν μονίμως μια, έστω κι υπερβάλλουσα, θετική συμπεριφορά, λογικά δε θα τους κρίνουν αρνητικά. Μπορεί απλά να ψάχνουν κάτι που κάποιος άλλος σημαντικός στη ζωή τους, τους το στέρησε, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, κι αυτό δεν είναι άλλο απ’ την αγάπη, την αποδοχή, την αγκαλιά ή έστω έναν καλό λόγο.

Προσπαθούν να αποδείξουν ότι αξίζουν, ότι μπορούν να ‘χουν όσα άλλοι τους στέρησαν. Κι ίσως, έτσι σιωπηρά, να παίρνουν ένα είδος εκδίκησης για τους θύτες τους. Ίσως όλο αυτό που βλέπεις κι εισπράττεις ως υπερβολικό, δήθεν και ψεύτικο, να μην αφορά καν εσένα αλλά εκείνους τους ίδιους. Ίσως απ’ τα τόσα χαστούκια που ‘χουν φάει, να κράτησαν ως μάθημα ότι η ζωή επιστρέφει συμπεριφορές. Κι έτσι να δίνουν αγάπη, ακόμα κι αν δεν έχει βάση κι ίσως χωρίς να την εννοούν, για να πάρουν αγάπη. Κολακεία για να πάρουν κολακεία. Καλογυαλίζουν ξένα «εγώ», μήπως μπορέσουν να ισιώσουν επιτέλους και το δικό τους, το τσαλαπατημένο.

Το να κρίνεις κάποιον είναι το μόνο εύκολο. Έχεις βαδίσει, όμως, έστω κι ένα βήμα με τα παπούτσια του για να ‘σαι σε θέση να τον κρίνεις με μια έστω σχετική αντικειμενικότητα; Μοιάζει εύκολο θύμα για να επιβληθείς, να εξαντλήσεις την αυστηρότητά σου, αλλά απαιτεί μεγαλύτερη μαγκιά το να προσπαθήσεις να φτιάξεις τη μέρα κάποιου απ’ το να του την κάνεις λιγάκι πιο δύσκολη. Γιατί το καλό, αν το κάνεις, δε θα χαθεί. Θα επιστρέψει σε σένα πιο μεγάλο, πιο γεμάτο και πιο όμορφο, για να κάνει και σένα ακόμα καλύτερο. Για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να ελπίζουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί πάντα θα υπάρχει ελπίδα, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι να την φροντίζουν και να την χαρίζουν απλόχερα. Άνθρωποι που κοιτάνε με τα μάτια της ψυχής.

Συντάκτης: Λίνα Καράτση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη