Μετά από ώριμη και σοβαρή σκέψη περί έρωτος, ξέρεις, από αυτήν που συμβαίνει γύρω στις τρεις τα ξημερώματα μετά από λίγο αλκοόλ, λίγη κουβέντα με έναν φίλο και μερικά καψουροτράγουδα, έφτασα σε ένα συμπέρασμα που δε μου φαίνεται διόλου ασήμαντο και που λέω σήμερα να μοιραστώ μαζί σου. Ο έρωτας (όχι το συναίσθημα, ο φτερωτός κι αντιπαθητικός σγουρομάλλης μπέμπης) πρέπει να έχει κάμποσο απόθεμα από μαύρο -αλλά κατάμαυρο- χιούμορ.

Για να καταλάβεις, τον κάνω εικόνα να αράζει στα σύννεφα και να έχει στην πλάτη τη φαρέτρα του, η οποία έχει μέσα δύο ειδών βέλη. Τα κόκκινα και τα μαύρα, ή αλλιώς τα mild και τα strong. Κάθε φορά λοιπόν που βλέπει άνθρωπο που μέσα του γουστάρει το συναίσθημα, τσιμπάει ένα από τα κόκκινα και τον κάνει να το ζει μετρημένα κι όμορφα. Κάθε φορά όμως που βλέπει πρόσωπο να προσπαθεί να αποφύγει το πακέτο σχέση-συναίσθημα-έρωτας, αφού γελάσει λίγο σατανικά, βγάζει ένα από τα strong και τον πετυχαίνει τον δύσμοιρο στο δόξα πατρί. Και καταλήγουμε κάπως έτσι με αυτήν την τέρμα ειρωνική, μα απόλυτα πραγματική και σχεδόν καθημερινή εικόνα, ανθρώπων δεσμοφοβικών που έχουν δεθεί συναισθηματικά σε επίπεδα που και μόνο που τα σκέφτονται λούζονται με ιδρώτα που λες πως βγήκε απ’ την κατάψυξη.

Καλά, όχι, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, ελάχιστη ανάμιξη σε αυτό έχει ο πιτσιρίκος με το τόξο. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, μα πριν χαρείς πως βρήκαμε κάποια εύκολη απάντηση, να διασαφηνίσουμε πως είναι κι απερίγραπτα πιο περίπλοκα ταυτόχρονα. Γιατί αυτό; Επειδή οι δεσμοφοβικοί, όντως δένονται περισσότερο, για αυτό όμως ευθύνεται ο εαυτός τους και μόνο. Κι αν τους πετύχεις σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας και διαφάνειας μπορούν να στο επιβεβαιώσουν και οι ίδιοι.

Έχεις ακουστά που λένε πως τα απαγορευμένα είναι αυτά που θέλουμε περισσότερο; Ε, τα άτομα αυτά έρχονται και λένε στον εαυτό τους πως το συναίσθημα είναι εκτός των ορίων. Βάζουν γύρω του ένα σωρό ταμπέλες με κόκκινες γραμμές, κορδέλες με προειδοποίηση «μην πλησιάζετε» και καλού κακού στήνουν κι ένα μικρό ενεργό ναρκοπέδιο περιμετρικά. Μα όσο ο συνειδητοποιημένος εαυτός τους κάνει περιπολίες και το παίζει άγρυπνος φρουρός, τόσο ο υποσυνείδητος ψάχνει να βρει τρόπο να τα προσπεράσει όλα. Όχι κατ’ ανάγκη γιατί θέλει για βραβείο το συναίσθημα, μα επειδή του είπαν πως είναι κάτι που δε δικαιούται να ‘χει.

Ένας επόμενος λόγος, έχει να κάνει με τα όρια. Είναι λιγάκι αστείο αν κάτσουμε και το σκεφτούμε, ότι ουσιαστικά ο δεσμοφοβικός αυτά προσπαθεί να αποφύγει. Δεν του αρέσει η αίσθηση του περιορισμού, αυτή φοβάται, οπότε τι πάει και κάνει; Στήνει ο ίδιος όρια, προκειμένου να μη βρεθεί σε μια κατάσταση που αυτά θα του επιβληθούν. Και μετά δυσανασχετεί, αφού εξ ορισμού τα απεχθάνεται. Βρίσκει λοιπόν τη λύση του και την ψυχική του ηρεμία στο να τα επεξεργάζεται και να τα δοκιμάζει. Να λέει στον εαυτό του πως μπορεί να φτάσει πολύ κοντά τους χωρίς να τα περάσει. Να φλερτάρει «χωρίς να είναι κάτι σοβαρό». Να ενδιαφέρεται για ένα άτομο διατηρώντας τη σιγουριά πως «είναι εφήμερο». Να καταλήγει τελικά να δένεται προσπαθώντας να μην αφεθεί και να ερωτεύεται χωρίς να νιώθει συναισθήματα. Αστείο.

Παίζει με τα όρια για να νιώσει κυρίαρχος του εαυτού του. Να ξέρει πως το ‘χει. Πως δεν είναι ασφαλής απ’ το συναίσθημα επειδή το αποφεύγει, μα επειδή μπορεί να το ελέγξει. Αυτή η αίσθηση είναι που του προσφέρει τη δύναμη. Παίζει επίσης με τα όρια για να σκληραγωγηθεί, αφού κάθε φορά που τους επιβάλλεται νιώθει και λίγο πιο άτρωτος. Σαν έναν άνθρωπο που κάνει δίαιτα φαντάσου τον και που επιλέγει συνειδητά να γεμίσει με γλυκά τα ντουλάπια του σε μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του πως δεν τα έχει ανάγκη. Την πρώτη μέρα συγκρατείται. Τη δεύτερη το ίδιο. Εγώ σου λέω πως τα καταφέρνει και την τρίτη! Κάποια στιγμή όμως, έστω και σε ένα cheat day, τι λες, δε θα πέσει με τα μούτρα;

Πρόσεξε όμως, όλο αυτό που συζητάμε είναι ο ψυχικός του κόσμος. Εκεί χάνει. Στο πρακτικό κομμάτι ξέρει καλά να επιβάλλεται στον εαυτό του και να κάνει πίσω. Να αρνείται τον έρωτα ακόμη κι αν αυτός κρατάει ταμπέλα που λέει «σε κέρδισα» μπροστά στα μάτια του. Τι αποτέλεσμα έχει όμως αυτό; Απογοητεύσεις που κρατάνε περισσότερο. Πολύ περισσότερο. Κυρίως επειδή, αφού το πρόσωπο του ενδιαφέροντός τους φύγει κι εκείνοι -γνωρίζοντας πως πια δεν κινδυνεύουν- αφεθούν να παραδεχτούν τι ένιωσαν, αρχίζουν να κατηγορούν τον εαυτό τους που η όλη κατάσταση τελείωσε άδοξα. Και όλο αυτό, σαν ένας μεγάλος κι αέναος κύκλος, το μόνο που καταφέρνει είναι με κάθε παρά λίγο σχέση που γυρνάει σε οπισθοχώρηση, η φοβία να μεγαλώνει λίγο περισσότερο.

Γενικότερα όλο αυτό, μόνο σαν ένα ειρωνικό και κάπως σαδιστικό παιχνίδι θα μπορούσαμε να το δούμε. Άτομα που φοβούνται να δεθούν και καταλήγουν τελικά φιόγκος κανονικός. Και μετά τρομάζουν απ’ την έλλειψη του ελέγχου και την επόμενη φορά το αρνούνται περισσότερο, μα αυτό τους κάνει να δένονται ακόμη πιο σφιχτά. Και πάλι απ’ την αρχή. Κι αν ο κύκλος δε σπάσει, ή για την ακρίβεια αν δεν πάρουν σφυρί να τον κάνουν μόνοι τους κομμάτια, τότε το αποτέλεσμα καταλήγει επίπονο.

Ίσως τελικά η λύση είναι στο να ξεγελάσουμε τον μπέμπη. Να τον κάνουμε να δει πως δε φοβόμαστε και να μην μπει έτσι στον κόπο να πιάσει έτσι ένα από τα μαύρα βέλη του. Μα ουσιαστικά, όταν καταφέρουμε να πείσουμε κι εμάς, τότε και μόνο τότε ο κύκλος θα εξαφανιστεί. Τότε και μόνο τότε θα καταφέρουμε κι εμείς να του αποδράσουμε.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη