Δε θα μπορούσαν να γίνουν ζευγάρι ή να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι γιατί πολύ απλά ήταν φτιαγμένοι για να βάζουν φωτιά σε κρεβάτια, πατώματα και δρόμους. Αν και γνωρίζονταν αρκετό καιρό, δεν ήξεραν τίποτα ο ένας για τον άλλον. Βολεύονταν σε ευκαιριακές λύσεις, πρόχειρα κρεβάτια κι έφευγαν.

Η Νατάσα γνώρισε τον Γιάννη πριν 5-6 χρόνια. Εκείνος, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός της. Εκείνη, σε μία φάση της ζωής της που μόλις είχε χωρίσει και περνούσε μια περίοδο άρνησης μακριά από συναισθηματικές ανταλλαγές. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάτι χωρίς συναίσθημα. Εκείνος, λάτρης του γυναικείου φύλλου, σε βαθμό που να ξεπερνά τον Μάνθο Φουστάνο. Εκ προοιμίου καταδικασμένοι, θα έλεγα, κι αυτό ήταν το πιο ωραίο! Ήρθανε κοντά για τους ίδιους λόγους: για το ερωτικό παιχνίδι, την απόκρυψη των ανασφαλειών τους, την εκτόνωση και για να ξεγελάσουν τη μοναξιά τους.

Έγινε η καβάτζα του κι εκείνος η δικιά της. Ως εκεί. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Κανόνιζαν επαφές της μιας βραδιάς με άλλους εκτελώντας ρόλο κομπάρσου στη φαντασία τους. Της άρεσε να τής περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έκανε στη χθεσινή του περιπέτεια και να τού περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πως όσο βρισκόταν με κάποιον άλλο, σκεφτόταν εκείνον.

Λίγο καιρό αργότερα, ο Γιάννης μετακόμισε στη γειτονιά της και τα σενάρια όπως «γείτονα μήπως έχεις λίγη ζάχαρη» ή «βγες στο μπαλκόνι σου να σου κάνω στριπτίζ» έδιναν κι έπαιρναν. Έγινε ο τριαντάρης της απέναντι πολυκατοικίας, λοιπόν, γνωστής του αθλήματος και με φαντασία που δε γνωρίζει σύνορα. Βασιλιάς στο παιχνίδι του μυαλού της, γιατί της προκαλούσε έξαψη με κάθε τρόπο. Γούσταραν κι οι δύο το ίδιο, όταν όσα έλεγαν μέσω των γραπτών μηνυμάτων, εικόνων και βίντεο γίνονταν πραγματικότητα.

Ο Δον Ζουάν της Αθήνας λίγο αργότερα βρέθηκε σε σχέση κι εκείνο το διάστημα οι στιγμές που μοιράζονταν ξεπερνούσαν καθε όριο. Κρυφά και παράλληλα, σε έξαψη κι οι δύο, βρισκόντουσαν όπου μπορούσαν, στο αυτοκίνητο, στον δρόμο, στη γειτονιά, στο σπίτι του. Ήταν ο φόβος, το κρυφό, το όχι και τόσο ηθικό που έκαναν το μεταξύ τους ακόμη δυνατότερο. Την τρέλαινε η σιγουριά του που για τη δίνη ενός παράνομου παιχνιδιού διακινδύνευε τη σχέση του κι όχι μόνο.

Μέχρι που ένα Σάββατο βράδυ, βρέθηκε στο κάτω διαμέρισμα από τον Γιάννη. Ακούγεται γυναικεία φωνή κι αμέσως καταλαβαίνει πως μαζί τους θα πάρει φωτιά και το δικό της κρεβάτι (η ηχομόνωση είναι σχεδόν ανύπαρκτη κι ακούγονται τα πάντα). Με τις πρώτες του λέξεις είχε ήδη ανατριχιάσει. Ίδρωνε κάθε που τον άκουγε. Έτρεμε το σώμα της. Ήταν αυτή εκεί αντί για εκείνη που είχε πάνω του και με αυτή τη σκέψη πέρασε το βράδυ της. Κι όταν τον πέτυχε τυχαία, ήταν σαν να το ήξεραν κι οι δύο ότι χθες είχαν ιδρώσει ο ένας πάνω στον άλλο- αν και χώρια.

Κι από τότε, τόσες και τόσες άλλες νύχτες, ο ένας έτρεχε στον άλλο με ματιές και πονηρά μηνύματα σαν να μην τους ενδιέφερε τίποτε άλλο πέρα από τη σύναψη της μυστικής τους αυτής συμφωνίας. Είχαν ανάγκη πολύ συγκεκριμένο και το βρήκαν μαζί. Ασφαλής και ξεκάθαρη η απόφαση, χωρίς υπεραναλύσεις κι ενοχές. Μια αιώνια καβάτζα επί ίσοις όροις.