Υπάρχουν φράσεις που δεν αντιπαθούμε απλώς, αλλά ακούγοντάς τις νιώθουμε να παθαίνει ο οργανισμός μας κάποιο είδος αλλεργικής αντίδρασης και να ανάβει το νευρικό μας σύστημα όλα τα κόκκινα προειδοποιητικά λαμπάκια που μπορεί να ανάψει. Σε κάποιες από αυτές τις φράσεις το να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε ενοχλεί τόσο, είναι πραγματικά εύκολο. «Σου τα ‘λεγα εγώ!» Ο ορισμός της ειρωνείας, συνδυασμένος με ένα τάιμινγκ στο οποίο, πιθανότατα, το τελευταίο που θες να ακούσεις είναι ότι κάποιος άλλος θα τα είχε καταφέρει λιγάκι καλύτερα. Τι πιο ξεκάθαρο λοιπόν; Υπάρχουν όμως και κάποιες φράσεις οι οποίες, ενώ μας εκνευρίζουν αντίστοιχα, το κάνουν για λόγους τόσο υποσυνείδητους που μας μπερδεύουν. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές; «Ό,τι θες εσύ».

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Από αυτά που λένε όλοι. «Γουστάρουμε ανθρώπους δυναμικούς» πράγμα που φυσικά και ισχύει. Ναι, ο άνθρωπος που ξέρει τι θέλει είναι ιδιαίτερα θελκτικός. Μας αφυπνίζει. Μας αναγκάζει να μπαίνουμε και εμείς σε ρόλους λίγο πιο έντονους. Να παίρνουμε τα πάνω μας, να αποκτούμε πιο συγκεκριμένη άποψη ή έστω, να βλέπουμε την ομορφιά του να στηρίζεις αυτό που θες και από αυτό να εμπνεόμαστε. Ταυτόχρονα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, όταν βλέπουμε τον σύντροφό μας να διεκδικεί με δυναμισμό τα όσα θέλει παίρνουμε το μήνυμα ότι είμαστε κι εμείς ένα από τα όσα τον παθιάζουν αρκετά για να κυνηγήσει.

Αντιστρέφοντας λίγο το συγκεκριμένο επιχείρημα, η παθητική στάση στον έρωτα μας σερβίρει ανασφάλειες σε τόσο καλοστημένα πιάτα, που σχεδόν δεν μπορούμε να τις διακρίνουμε. Το «ό,τι θες εσύ» είναι ο πιο εύστοχος τρόπος για μετατόπιση της ευθύνης. Πετάς στον άλλον το μπαλάκι αλλά το κάνεις με τρόπο ύπουλο. Και όλη η πονηριά κρύβεται σε μια μικρή λεξούλα. Το «θες». Αν η φράση ήταν «ό,τι αποφασίσεις εσύ» τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα. Το «θες» όμως πρακτικά πάει και λέει ότι «βάζω τις δικές σου επιθυμίες πάνω από τις δικές μου». Ξεκρεμάς από πάνω σου το βάρος της όποιας απόφασης (που ξεκάθαρα δεν είναι και η πιο ανιδιοτελής κίνηση που μπορεί κανείς να κάνει) και ταυτόχρονα υπονοείς ότι κάνεις στον άλλον κάποιου είδους χάρη. Πας, ακόμη και υποσυνείδητα, να παίξεις τον άλλον. Το να αντιμετωπίζουμε όμως τον σύντροφό μας σαν κάποιο αφελές παιδάκι που δεν καταλαβαίνει ότι το καθοδηγούμε, δηλώνει πως μάλλον εμείς είμαστε οι αφελείς της παρέας.

Και κάπου εδώ προκύπτει ένα ερώτημα. Το να παίρνουμε αποφάσεις για πράγματα μικρά, όπως το πού θα πάμε ή το τι θα μαγειρέψουμε -γιατί όντως σε τέτοιες περιπτώσεις το χρησιμοποιούμε πιο συχνά- από πού και ως πού να είναι τόσο μεγάλο δείγμα δυναμικότητας και ξεκάθαρης αντιμετώπισης; Ο άνθρωπος που είναι, όχι πρόθυμος αλλά έτοιμος να συμβιβάζεται σταθερά στα μικρότερα πράγματα, μας περνάει το μήνυμα ότι θα συμβιβαστεί και στα μεγάλα. Μας δημιουργεί την αίσθηση ενός ατόμου στον οποίο δεν μπορούμε να βασιστούμε. Μας γεννάται η ανασφάλεια ότι αν αύριο συμβεί κάτι όντως σοβαρό, ίσως κάνει πίσω και μείνουμε εμείς μόνοι να παλεύουμε με αποφάσεις βαρύτερες των αντοχών μας. Μας σερβίρει και πάλι ανασφάλεια, καλυμμένη απλώς με την αίσθηση του θυμού. Βλέπουμε λοιπόν τη γαρνιτούρα, η οποία δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε από πού προκύπτει και παραβλέπουμε τελείως το κυρίως πιάτο.

Κι αν έρθουμε να βάλουμε το κερασάκι στη συγκεκριμένη τούρτα, το οποίο μεταξύ μας μόνο κερασάκι δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αλλά κερασιά ολόκληρη, θα δούμε ότι το χειρότερο είδος ανασφάλειας που μπορεί να μας δημιουργηθεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν είναι αυτό που έχει να κάνει με τις πιθανές πράξεις του άλλου αλλά αυτό που έχει να κάνει με εμάς τους ίδιους. Ο με διαφορά λοιπόν πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο μας εκνευρίζει η συγκεκριμένη φράση είναι γιατί έρχεται και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν οι συμβιβασμοί του ανθρώπου απέναντί μας, περιορίζονται σε δραστηριότητες και επιλογές πραγμάτων ή αν επεκτείνονται και στα σημαντικότερα. Αν ας πούμε θα συμβιβάζονταν τελικά ποτέ ακόμη και στον σύντροφό του. Αν στη τελική είμαστε εκεί μαζί του επειδή θέλει και ο ίδιος όσο τίποτα να είμαστε κομμάτι της ζωής του ή αν το μεταξύ μας προέκυψε από ακόμη έναν ουδέτερο συμβιβασμό.

Και μην παρεξηγηθούμε, υπάρχει τεράστια διαφορά αυτού που λέμε από την ειλικρινή υποχώρηση, που γίνεται για να έχουν και οι δυο ίσο λόγο μέσα στη σχέση. Και η διαφορά κρύβεται σε δύο πράγματα. Στη συχνότητα και στην έκφραση. Έχει τεράστια διαφορά το να λες στον άλλον την προτίμησή σου και να του πασάρεις μετά το μπαλάκι της τελικής επιλογής από το να τον αφήνεις να μαντέψει τι μπορεί να έχεις στο μυαλό σου. Στη μία περίπτωση νιώθει να του προσδίδεις σεβασμό ενώ στην άλλη να τον περνάς από φωτιές και βάσανα.

Όταν κάτι μικρό μας ενοχλεί πολύ, σχεδόν ποτέ δεν είναι ο λόγος όσο προφανής πιστεύουμε. Και το να μπαίνουμε στη διαδικασία να ψάξουμε το τι συμβαίνει όντως, είναι ίσως ο μόνος τρόπος να βρούμε και πώς να το αντιμετωπίσουμε. Ας αφήσουμε στιγμιαίους εκνευρισμούς και παιδικά πείσματα στην άκρη και ας ξεκινήσουμε να κοιτάμε τα θέματα κατά πρόσωπο διορθώνοντάς τα. Ας πιαστούμε επιτέλους από τις μικρότερες συμπεριφορές για να μπορέσουμε να λύσουμε τα μεγαλύτερά μας προβλήματα.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη