Έχεις δει ποτέ σου παιδί απομονωμένο από τους πάντες και τα πάντα; Πιστεύω ξέρεις για ποια παιδιά λέω, εκείνα τα κατά τον κόσμο λιγάκι «περίεργα». Εκείνα που είναι μόνιμα με ένα ζευγάρι ακουστικά στα αυτιά και μια κουκούλα να τα κρατάει περιορισμένα σε έναν κόσμο πιο μικρό, χωρίς να αφήνει περιθώρια σε πολλούς να πλησιάσουν. Πολλοί υπήρξαμε εκείνα τα παιδιά, ίσως μερικοί μάλιστα να είμαστε ακόμη. Ακόμη και αν φοβόμαστε λιγάκι να το πούμε, μη τυχόν και μάς κρεμάσουμε μόνοι μας την ταμπέλα του περίεργου ή του μη κοινωνικού αντί για εκείνη του ανοιχτού, του θαρραλέου, εκείνου που δε φοβάται τίποτα ποτέ. Μην τυχόν και παραδεχτούμε ότι από καιρό σε καιρό και εμείς μπορεί να φοβηθούμε. Ότι και εμείς κρυβόμαστε καμιά φορά πίσω από πράγματα, είτε είναι αυτά ένα ζευγάρι ακουστικά είτε κάτι άλλο.

Μιλάμε λοιπόν για μία εφηβεία –ή και όχι– η οποία είναι χωμένη σε αλήθειες από τις οποίες πεισματικά προσπαθούμε να κρυφτούμε. Ίσως μας έχουν πέσει και πολλά. Ένας συναισθηματικός κόσμος φορτωμένος, ένα περιβάλλον που μπορεί να αλλάζει από μέρα σε μέρα και ένας κόσμος που μας περιβάλει και παλεύουμε να καταλάβουμε, αλλά μας φαίνεται πιο μπερδεμένος και από τα ακουστικά μας όταν γίνονται κουβάρι στην τσέπη του τζιν. Και μαζί με όλα αυτά υπάρχει και ο περίγυρος. Οικογένεια, σχολείο, φίλοι, σχέση και ποιος ξέρει τι άλλο, όλα μαζί μπλεγμένα σε ένα κουβάρι που αυτή τη φορά μας φαίνεται πιο μπερδεμένο και από εκείνο του κόσμου.

Και όταν όλο αυτό γίνει λίγο μονάχα πιο βαρύ από όσο πιστεύουμε ότι αντέχουμε, ψάχνουμε διέξοδο και τη βρίσκουμε σε ένα ζευγάρι ακουστικά που εκείνη τη στιγμή φαίνεται ότι καταφέρνει το ακατόρθωτο. Να μας απομονώσει από όλους και από όλα. Να μας πάει σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από φωνές, υστερίες, σπασμένα αντικείμενα και νεύρα.

Το μόνο όμως που καταφέρνουμε όντως είναι να γίνουμε σαν εκείνα τα –λίγο αστεία– σκυλάκια. Εκείνα που όταν φοβηθούν, χώνουν το κεφαλάκι τους πίσω από το πρώτο κουτί που βλέπουν μπροστά τους, αφήνοντας το σώμα εκτεθειμένο στον όποιο κίνδυνο. Εκείνα όμως νιώθουν λίγο πιο ασφαλή. Γιατί δε βλέπουν πια τον κίνδυνο και «αν δεν το βλέπεις, δεν υπάρχει» όπως ακριβώς «αν δεν το ακούσεις, δεν έγινε». Εθελοτυφλούμε πιστεύοντας ότι προστατευόμαστε απομονώνοντας μία από τις πέντε μας αισθήσεις. Πόσο γελασμένοι είμαστε όμως. Βλέπεις, όσο και αν απομονώσουμε αυτή τη μία, οι άλλες τέσσερις μένουν εκεί να μας θυμίζουν ότι το σώμα είναι ακόμη εκτεθειμένο, και ας χώσαμε το κεφαλάκι μας πίσω από το πρώτο κουτί που βρέθηκε στο δρόμο μας.

Δεν είναι η λύση το ακουστικό, άκου με που σου λέω. Και δε μιλάω μόνο για αυτά που παίζουν μουσική, για τον καθένα μας  «ακουστικό» μπορεί να είναι κάτι άλλο. Δε σωνόμαστε όμως έτσι από όσα μας τρομάζουν. Τα κουκουλώνουμε ίσως, ας μην ξεχνάμε όμως ότι όσο πιο καλά θάβουμε κάτι, όσο πιο πολύ το σπρώχνουμε κάτω απ’ το χαλάκι για να μην το βλέπουμε, τόσο το ωθούμε στα πιο βαθιά κομμάτια μας, το αφήνουμε να γίνει κομμάτι μας. Αυτό θέλουμε;

Πάμε να το πετάξουμε το ρημαδιασμένο! Να το ρίξουμε χάμω το ακουστικό και να το πατήσουμε! Να του χώσουμε μια κλωτσιά να πάει από κει που ήρθε! Κατά βάθος άλλωστε κανείς μας δεν το θέλει. Και αυτό γιατί μπορεί να προσφέρει μία ασφάλεια εικονική, αλλά από την άλλη μας κάνει να νιώθουμε και λιγάκι δειλοί που δεν έχουμε τα κότσια να το βγάλουμε και να αντιμετωπίσουμε όλους αυτούς τους περίεργους ήχους γύρω μας.

Πότε φεύγει αυτό το ακουστικό; Πότε έρχεται εκείνη η συγκεκριμένη μέρα, η κατάλληλη στιγμή; Εκείνη που ακριβώς την προηγούμενη υπήρχαν τα ακουστικά στα αυτιά σου και την επόμενη έφυγαν με έναν τρόπο μαγικό; Μήπως όταν φύγει εκείνο το ενοχλητικό «1» από πρώτο ψηφίο της ηλικίας μας; Μήπως όταν «ωριμάσουμε» και πάψουμε να είμαστε εκείνο το άλλοτε περίεργο παιδί; Μήπως όταν φύγει η κουκούλα και το φούτερ αντικατασταθεί από ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο ή ένα ατσαλάκωτο φόρεμα; «Ναι, ναι, κάπου εκεί φεύγει, σίγουρα!».

Και έστω ότι ήρθε η ημέρα και έφυγε το «1»! Και εσύ έβγαλες το φούτερ και έβαλες το πουκάμισο ή σιδέρωσες το φόρεμα και βγήκες έξω, ώριμος πλέον άνθρωπος, αλλά για κάποιο λόγο νιώθεις ακόμη το ακουστικό εκεί να σε βαραίνει. Τότε τι γίνεται. Η στιγμή θα έρθει μόνο όταν πάρουμε απόφαση ότι ήρθε! Όταν πούμε ότι θα αντιμετωπίσουμε καταστάσεις και φόβους κατάματα. Έλα, πάμε μαζί να το δοκιμάσουμε, κερδισμένοι θα βγούμε, αλήθεια! Στα λόγια εύκολα όλα, στην πράξη όμως ακούγεται οριακά δυσκολότερο από ελεύθερη πτώση με αμφιβόλου ποιότητος αλεξίπτωτο. Και ίσως να είναι, δε θα πω όχι. Να σου πω όμως κάτι άλλο για το οποίο πλέον είμαι σίγουρη; Κουκουλωμένο, ξεκουκουλωμένο, ό,τι και αν είναι αυτό που μας τρομάζει, είναι εκεί και κατά βάθος το ξέρουμε ήδη πολύ καλά, γι’ αυτό άλλωστε το αποφεύγουμε. Τη στιγμή, λοιπόν, που θα παραδεχτούμε ότι το ξέρουμε ήδη, θα γίνει και δέκα φορές πιο εύκολο να το κοιτάξουμε κατάματα.

Εξάλλου τα «ακουστικά» εκεί που θα τα αφήσουμε εκεί θα μείνουν, δε θα πάνε πουθενά. Αν δούμε λοιπόν ότι τα χρειαζόμαστε και πάλι, τα ξαναβάζουμε στα αυτιά μας και ήμαστε ένα play μακριά από το να ξαναβρεθούμε στο μικρό μας ηχητικό βασίλειο, μακριά από όλους και από όλα τα υπόλοιπα. Υπάρχει όμως και ένα μικρό ενδεχόμενο, τη στιγμή που θα τα βγάλουμε να αντιληφθούμε επί τόπου ότι τελικά δε τα θέλουμε ποτέ ξανά στα αυτιά μας. Δε θέλουμε κάτι να μπλοκάρει τους θορύβους. Να καλύπτει με μία ωραία μελωδία τα στραβά και άσχημα που πέφτουνε στο δρόμο μας.

Ίσως να είναι η στιγμή που θα καταλάβουμε ότι μπορεί να θέλουμε ακόμη να ξορκίζουμε το κακό, αλλά ποτέ ξανά κρυμμένοι πίσω από ένα ζευγάρι ακουστικά!

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.