Απόψε θέλω να σου μιλήσω ανοιχτά, απογυμνωμένη εντελώς από κάθε φόβο. Απογυμνωμένη από τους πλασματικούς εκείνους δισταγμούς που ψωνίζουμε συνήθως οι άνθρωποι πατώντας σε παρελθοντικά δεσμά, κατάλοιπα κι απωθημένα. Θέλω να σου μιλήσω, παίζοντας κορόνα γράμματα τα πάντα και το τίποτε την ίδια στιγμή. Γιατί από τότε που μπήκες στη ζωή μου, κορίτσι μου, εγώ είπα μέσα μου “μ@λάκα, ξύπνα, αυτή είναι η πιο σπάνια ευκαιρία που θα μπορούσε ποτέ να σου δοθεί ώστε να δικαιώσεις εσένα και την ίδια τη ζωή”.

Κάπως έτσι όντως ξύπνησα. Κάπως έτσι κατάλαβα. Και κάπως έτσι κατέληξα να μη φοβάμαι όσα νιώθω τώρα πια. Ή και να φοβάμαι κάτι από όλα αυτά, μπορώ πλέον να στέκομαι πάνω από τους φόβους μου. Λίγο το ‘χεις; Εγώ όχι. Αυτή, βέβαια, είναι μια απόφαση δική μου, βάσει της τόσο ακραία πεισματάρας ιδιοσυγκρασίας μου, που δε θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να σου επιβάλλω. Βλέπεις, ώσπου να εμφανιστείς στη ζωή μου εσύ, ένιωθα πεπεισμένη πως εγώ δε θα υπήρχε περίπτωση να νιώσω ποτέ ξανά ερωτευμένη. Σου τα έχω πει, εξάλλου, ήδη αυτά, τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Δεν κρύβομαι πια. Σε όποια αρέσω.

Το “αστείο”, που λες, της υπόθεσης, είναι πως ήμουν κομπλέ με αυτό. Ήμουν καλά. Μου άρεσε. Το επέλεγα. Το ένιωθα. Το υποστήριζα. Μη σου πω ότι με έναν τρόπο σαν να το αποζητούσα κιόλας κατά βάθος. Εκεί, όμως, είναι που έρχεται η τόσο πανέμορφα πολύπλοκη ζωή, για να σου θυμίσει πως το απόλυτο “τίποτε” σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άμυνα του αποδυναμωμένου μας εαυτού απέναντι στα μέχρι τώρα τραύματά μας.

Σου είπα κάποια στιγμή, επίσης, ότι εσύ θα γίνεις ο δάσκαλός μου. Μόνο που δεν ξέρω αν μπόρεσα να σου δώσω να καταλάβεις πώς ακριβώς το εννοώ εγώ αυτό. Βλέπεις, έχουμε μάθει οι άνθρωποι να χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση, συνήθως, για να δηλώσουμε όλα εκείνα που μας βγάζουν έξω από τον εαυτό μας. Όλα εκείνα που έρχονται για να μας “στρώσουν”, να μας επιβληθούν, να μας αλλάξουν βίαια κι όχι πάντα με καλό αποτέλεσμα.

Παρ’ όλα αυτά, ναι. Επιμένω. Εσύ, μάλλον, είσαι ο δάσκαλός μου. Όμως όχι έτσι. Όχι με αυτόν τον τρόπο. Γιατί, νιώθω πως εμφανίστηκες για να μου συστήσεις πώς θα μπορούσε να σταθεί ο αληθινός πια εαυτός μου μέσα στη δίνη του έρωτα, όπως ποτέ ως τώρα δε στάθηκα ικανή να τον στηρίξω σε μια τέτοια κατάσταση, λόγω ανασφαλειών. Εσύ νιώθω πως δε μοιάζεις με έρωτα που πρόκειται να γίνει μάθημα αλλά με ένα μάθημα που ως τέτοιο το ερωτεύτηκα εξ αρχής.

Όσα σου έχω εξομολογηθεί μέχρι σήμερα είναι πτυχές του παράξενου, μαχητή εαυτού μου. Όσα σου έχω εξομολογηθεί ως τώρα είναι πτυχές ενός παρεξηγημένου, με τις ευχές μου, εαυτού. Όσα σου έχω εξομολογηθεί ως τώρα, για μένα αποτελούν κάθε πτυχή των κυρίως “άσχημων” και σίγουρα δύσκολων πλευρών της ύπαρξής μου. Ξέρεις, όμως, ισχύει εξίσου κι αυτό που σου δήλωσα τις προάλλες σε μια ανύποπτη στιγμή, ύστερα από ό,τι πιο προσωπικό θα μπορούσαμε να μοιραστούμε εμείς οι δυο: Με κουράζει πολύ η απομυθοποίηση που διαδέχεται τον έρωτα ρε φίλε. Βαριέμαι πια, πώς να σου το πω. Μαζί σου επιλέγω, λοιπόν, να είμαι παρεξηγήσιμα αληθινή εξ αρχής κι ας σε χάσω λόγω αυτού πριν αρχίσουμε καν. Πλέον δε μου χρειάζεται αντοχή για να διαχειριστώ την οποιαδήποτε απώλεια, βλέπεις. Ειδικά αν αυτή προκύπτει από την οποιουδήποτε είδους “ασυμβατότητα”.

Εν ολίγοις, θες να μείνεις; Μείνε κι εγώ μαζί σου θα ζήσω τα πάντα. Εν ολίγοις, από την άλλη, θες να φύγεις; Φύγε κι εγώ θα ζήσω με τον πολύτιμο εαυτό μου τα πάντα όπως και να χει. Αν με ρωτάς, κι εκεί είναι όλη η ουσία της αποψινής εξομολόγησής μου, εγώ θέλω να θες να μείνεις. Εγώ σε επιλέγω. Εγώ θέλω να θες να με μάθεις. Εγώ θέλω να θες να με καταλάβεις. Εγώ θέλω όσο τίποτε εσύ να καταφέρεις τελικά να το πετύχεις. Αν δεν τα καταφέρεις, παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος δε θα χαθεί. Κι αν δεν τα καταφέρουμε παρ’ όλα αυτά, οι ζωές μας δε θα χαθούν.

Κατάλαβες, λοιπόν, ποια είναι η διαφορά στο δικό μου παρόν; Τολμάω να στέκομαι απέναντί σου λέγοντάς σου ότι σε θέλω στα κόκκινα. Ενώ την ίδια στιγμή ξέρω πως αν εσύ μου την κάνεις, όπως λέμε, γυριστή, οποτεδήποτε, εγώ θα είμαι καλά και θα πάω παρακάτω εξίσου ή περισσότερο δυνατή από ποτέ.

Αυτή είναι η αλήθεια μου. Κι απόψε σου τη χαρίζω. Γιατί σε θέλω. Γιατί σε διαλέγω. Γιατί ακόμη ελπίζω. Όμως πια δεν προσδοκώ.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου